Κάνετε κλίκ σε ότι σας ενδιαφέρει

Περιεχόμενα
- 1 ΩΡΛ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
- 2 Ακουολογικές εξετάσεις ιλίγγου
- 3 Ακουολογικές εξετάσεις ενηλίκων
Ο ωτορινολαρυγγολόγος είναι ο ποιό ειδικός στην αντιμετώπιση των ιλίγγων • Γιατί το όργανο της ισορροπίας ο λαβύρινθος, βρίσκεται στο αυτί. • Γιατί οι συχνότερες παθήσεις που προκαλούν ίλιγγο είναι παθήσεις του λαβυρίνθου. • Γιατί το ιατρικό εκπαιδευτικό σύστημα σε όλον τον δυτικό κόσμο, από παράδοση, εκπαιδεύει κυρίως τους ωτορινολαρυγγολόγους για την διάγνωση και αντιμετώπιση των ιλίγγων. |


Ακουολογικές εξετάσεις ιλίγγου | Διαγνωστικές εξετάσεις ιλίγγου | |
Ακουστικά προκλητά δυναμικά | ||
Τυμπανομετρία | ||
Ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕς ) | Δοκιμασία απότομης στροφής της κεφαλής (head thrust test) | |
Εξέταση με τονοδότες | ||
Ομιλητική ακουομετρία | δοκιμασία Hennebert με πνευματικό ωτοσκόπιο Single |
![]() Δείτε • το Κέντρο μελέτης εμβοών • Ο δεκάλογος των γιατρών για τη διάγνωση και αντιμετώπιση εμβοών • τις εμβοές και το ερωτηματολόγιο αξιολόγησης και αντιμετώπισης εμβοών |
Δείτε • τον Ίλιγγο και τις • Ασκήσεις αντιρροπήσεως του ιλίγγου-αιθουσαία αποκατάσταση ![]() ![]() • για τον Έλεγχο ιλλίγου με νυσταγμογράφημα |
• Εχετε ίλιγγο; γυρίζουν όλα; ζαλίζεστε; σας έρχετε εμετός; • Κατ αρχήν μην πανικοβάλλεστε, ξαπλώστε μείνετε ακίνητοι, χαμηλώστε το φωτισμό πάρτε την πίεση και τηλεφωνήστε αμέσως στο γιατρό σας, πριν χαθούν πολύτιμα για τη διάγνωση συμπτώματα. • Μην πάρετε κάποιο φάρμακο επειδή το έπερνε κάποιος άλλος που είχε ίλιγγο, γιατί θα καταστείλετε συμπτώματα που θα βοηθήσουν το γιατρό σας στη διάγνωση. • Ο ίλιγγος είναι σύμπτωμα και από τι νόσημα πάσχετε θα το βρεί ο γιατρός σας. • Είναι πολύ συχνός και αντιμετωπίζεται συνήθως με επιτυχία. • Προσοχή στο χρόνιο ίλιγγο γιατί είναι συχνός σε κεντρικές βλάβες
ΩΡΛ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣΟι ακουολογικές εξετάσεις δίνουν άμεσα πληροφορίες για βλάβες στον πρόσθιο λαβύρινθο (κοχλία) και στο ακουστικό νεύρο και έμμεσα για βλάβες στον οπίσθιο λαβύρινθο (αιθουσαίο).
Ακουολογικές εξετάσεις ενηλίκωνΕξέταση με τονοδότεςΧρησιμοποιώντας έναν τονοδότη (διαπασών), μπορεί να προσδιοριστεί αδρά μια απώλεια ακοής, και επί πλέον βλέπουμε αν είναι αγωγιμότητος ή νευροαισθητήριος. Γίνεται σύγκριση της ακοής δια του αέρα και δια των οστών. Για τη μελέτη της αγωγιμότητας του αέρα, το διαπασών φέρεται μπροστά στο αυτί, ενώ για την αγωγιμότητα των οστών τοποθετείται πίσω στη μαστοειδή. Το διαπασών μπορεί να αντικατασταθεί από το οστεόφωνο (δονητή οστών) του ακουογράφου για την οστέινη αγωγιμότητα. Το ηχητικό κύμα δια του αέρος ταξιδεύει κατά μήκος του καναλιού του αυτιού και μέσα από το Τύμπανο και τα οστάρια προς τον κοχλία. Στην δια των οστών αγωγής ταξιδεύει με την δόνηση του ίδιου του οστού. Αυτή η διέγερση αποφεύγει το μέσο αυτί και διεγείρει άμεσα την κοχλία.
Δοκιμασία Weber ![]() Στη δοκιμασία Weber το διαπασών τοποθετείται στην κορυφή του κρανίου ή το μέτωπο. Είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική σε περίπτωση ετερόπλευρης βαρηκοΐας Στην περίπτωση της νευροαισθητήριας απώλεια ακοής, ο ήχος γίνεται αντιληπτός από το αυτί με την καλύτερη ακοή. Καθώς το ερέθισμα παρουσιάζεται στο κέντρο του κρανίου, φτάνει ταυτόχρονα και στους δύο κοχλίες. Ο καλύτερος κοχλίας (με το χαμηλότερο ακουστικό κατώφλι) αντιλαμβάνεται καλύτερα τον ήχο και ως εκ τούτου εντοπίζεται σε εκείνη την πλευρά. Ο κοχλίας με αυξημένα ακουστικό κατώφλι δεν παρέχει καμία ακουστική αίσθηση. Στην περίπτωση της αγώγιμης απώλειας ακοής, ο ήχος γίνεται αντιληπτός από το προσβεβλημένο αυτί γιατί αφ ενός μεν, δεν μπορεί να γίνει «διαρροή» μέσω της αλυσίδας των οσταρίων, αφ ετέρου δε δεν ακούγονται οι θόρυβοι του περιβάλλοντος του δωματίου, και αυτό οδηγεί σε μια ψευδή αίσθηση ενίσχυσης σε σύγκριση με το υγιές ετερόπλευρο αυτί. Ερμηνεία:
Δοκιμασία Weber στον αστράγαλο Δοκιμασία Rinne Η δοκιμασία Rinne εξετάζει τη διαφορά μεταξύ της αγωγιμότητας του οστού και της αγωγιμότητας του αέρα. Το διαπασών φέρεται μπροστά στο αυτί, ή τοποθετείται πίσω στη μαστοειδή. Η δοκιμασία δείχνει ποια διέγερση παρήγαγε το δυνατότερο ήχο. Στην περίπτωση μιας αγώγιμης απώλειας ακοής, ο ήχος γίνεται αντιληπτός πιο δυνατά στην οστική αγωγιμότητα από την αγωγιμότητα του αέρα. Το σύστημα τύμπανο - οστάρια έχει χάσει τη λειτουργία του ενισχυτού. Στην περίπτωση της φυσιολογικής ακοής, ή νευροαισθητήριας βαρηκοΐας, η αγωγιμότητα του αέρα γίνεται αντιληπτή καλύτερα από ότι η αγωγιμότητα των οστών. Το σύστημα τύμπανο- οστάρια διατηρεί την ικανότητα ενίσχυσης.
Μια άλλη παραλλαγή της διαδικασίας είναι η τοποθέτηση του διαπασών στον έξω ακουστικό πόρο, σε απόσταση 3-4 εκατοστά, ώσπου να πει ο εξεταζόμενος ότι σταματά να ακούγεται ο ήχος και η άμεση τοποθέτηση του στελέχους αυτού στη μαστοειδή απόφυση. Αν ο ήχος συνεχίζει να ακούγεται σημαίνει ότι η οστέινη αγωγή είναι καλύτερη από την αέρινη. Άλλοι ωτολόγοι τοποθετούν πρώτα το διαπασών για λίγα δευτερόλεπτα στη μαστοειδή απόφυση και μετά στον έξω ακουστικό πόρο και ζητάν από τον εξεταζόμενο να πει από πού ακούει καλύτερα τον ήχο, πίσω από αυτί ή μπροστά. Πολλοί ειδικοί ωστόσο, χρησιμοποιούν τη δική τους μέθοδο, η οποία συνήθως είναι συνδυασμός των παραπάνω. Σε περίπτωση φυσιολογικής ακοής και νευροαισθητήριας βαρηκοΐας, συνήθως η ακοή είναι καλύτερη μέσω της αέρινης αγωγής και τότε η δοκιμασία Rinne θεωρείται θετική ( + ). Αντίθετα, σε περίπτωση βαρηκοΐας αγωγιμότητας η ακοή είναι καλύτερη μέσω της οστέινης αγωγής και η δοκιμασία Rinne θεωρείται αρνητική ( - ). Πίνακας:Βαθμός απώλειας ακοής όπως εκτιμάται με τη δοκιμή RinneΔοκιμή για τη διάρκεια:
Δοκιμή για ένταση:
Ερμηνεία:
Ψευδώς αρνητική Rinne: Όταν το ένα αυτί έχει πλήρη κώφωση και το άλλο έχει φυσιολογική ακοή, το παθολογικό αυτί δεν πρέπει να ακούει τον ήχο μέσω καμίας αγωγής. Στη τοποθέτηση του διαπασών στο κωφό αυτί, το ηχητικό κύμα φθάνει στον φυσιολογικό κοχλία. Στην περίπτωση αυτή έχουμε αρνητικό Rinne στο παθολογικό αυτί. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το λεγόμενο ψευδο- Rinne και επιβάλλεται η ηχητική κάλυψη του φυσιολογικού αυτιού.Δοκιμασία Gellé Η δοκιμή αυτή εφαρμόζεται συνήθως εάν ο γιατρός υποψιάζεται μια ασβεστοποίηση των οσταρίων και τμημάτων του εσωτερικού αυτιού από ωτοσκλήρυνση. Είναι μια δοκιμή της αγωγής των οστών και εξετάζει την επίδραση στην ακοή, της αυξημένης πίεσης του αέρα στο κανάλι του αυτιού . Αρχή δοκιμασίας: Κανονικά όταν η πίεση του αέρα αυξάνεται στο κανάλι του αυτιού με πνευματικό ωτοσκόπιο του Single ή μπαλόνι του Politzer, ωθεί την τυμπανική μεμβράνη και τα οστάρια προς τα μέσα, αυξάνει την ενδολαβυριθική πίεση και προκαλεί ακινησία της βασικής μεμβράνης και μειωμένη ακοή. Καμία όμως αλλαγή στην ακοή δεν παρατηρείται όταν η αλυσίδα των οσταρίων είναι καθηλωμένη ή έχει διακοπεί. Διαδικασία: Η δοκιμή γίνεται με την τοποθέτηση ενός τονοδότη (διαπασών) 500 κύκλων στη μαστοειδή (συνιστάται ένταση 10-20 dB πάνω από τον ουδό), ενώ μεταβάλλεται η πίεση του αέρα στο κανάλι του αυτιού με το πνευματικό ωτοσκόπιο του Single ή το μπαλόνι του Politzer. Ερμηνεία: Η δοκιμασία Gellé είναι θετική (μείωση ακοής), σε φυσιολογικά άτομα και σε άτομα με νευροαισθητήριο απώλεια ακοής. Είναι αρνητική (καμία αλλαγή στην ακοή) στην περίπτωση που η αλυσίδα των οσταρίων είναι καθηλωμένη ή έχει διακοπεί. Δοκιμασία Bing Η δοκιμασία αυτή δεν έτυχε ευρείας εφαρμογής. Βασίζεται στην άποψη ότι η απόφραξη του έξω ακουστικού πόρου αυξάνει την ένταση του ήχου που μεταδίδεται μέσω της οστέινης αγωγής. Συνήθως η εξέταση αυτή χρησιμοποιείται όταν με τα αποτελέσματα των εξετάσεων Weber και Rinne δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα για τον τύπο της βαρηκοΐας. Γενικά η εξέταση χαρακτηρίζεται ως θετική όταν το σύστημα αγωγής είναι φυσιολογικό και αρνητική όταν υπάρχει βαρηκοΐα αγωγής. Η εξέταση βασίζεται σε φαινόμενο κατά το οποίο σε απόφραξη του έξω ακουστικού πόρου παρατηρείται ενίσχυση του ήχου δια της οστέινης αγωγής μόνο στα αυτιά με φυσιολογικό σύστημα αγωγής. Κατά την εξέταση τοποθετείται ο δονούμενος τονοδότης στην κεφαλή ή στο μέτωπο, στην μέση γραμμή και σημειώνεται αν υπάρχει πλάγιασμα του ήχου ή όχι, όπως στη δοκιμασία Weber. Στην συνέχεια αποφράσσεται ελαφρά με το δάχτυλο ο έξω ακουστικός πόρος και ζητείται από τον εξεταζόμενο να δηλώσει αν η απόφραξη του πόρου αυξάνει την ακουστότητα του τονοδότη στο αυτί που είναι αποφραγμένο. Σε περιπτώσεις φυσιολογικής οστέινης αγωγής με φυσιολογική ακοή ή νευροαισθητηριακή βαρηκοΐα η απάντηση είναι θετική, και η εξέταση χαρακτηρίζεται ως θετική. Αντίθετα, σε περιπτώσεις βαρηκοΐας αγωγιμότητας με χάσμα οστέινης και αέρινης αγωγής μεγαλύτερο από 10dB η απάντηση είναι αρνητική και η εξέταση χαρακτηρίζεται ως αρνητική. Κατά έναν άλλο τρόπο τοποθετείται ένα παλλόμενο διαπασών στη μαστοειδή απόφυση ή στη μέση της γραμμή της κεφαλής ή του μετώπου του εξεταζόμενου και του ζητείται να πει πότε σταματά να ακούει τον ήχο. Αμέσως τότε, ο εξεταστής αποφράσει τον έξω ακουστικό πόρο του και τον ρωτά αν ακούει και πάλι τον ήχο, την λεγόμενη «δευτερογενή αντίληψη». Εάν η απάντηση είναι θετική, πρόκειται περί φυσιολογικής οστέινης αγωγής με φυσιολογική ακοή ή νευροαισθητηριακή βαρηκοΐα και η εξέταση χαρακτηρίζεται ως θετική. Αντίθετα, σε περιπτώσεις βαρηκοΐας αγωγιμότητας με χάσμα οστέινης και αέρινης αγωγής μεγαλύτερο από 10dB η απάντηση είναι αρνητική και η εξέταση χαρακτηρίζεται ως αρνητική. Δοκιμασία Schwabach Η δοκιμασία αυτή δίνει τη δυνατότητα σύγκρισης της οστέινης αγωγής του εξεταζόμενου, με αυτή του εξεταστή που υποτίθεται ότι είναι φυσιολογική. Το παλλόμενο διαπασών τοποθετείται στην μαστοειδή απόφυση του εξεταζόμενου και όταν αυτός παύσει να ακούει τον ήχο, τοποθετείται στην μαστοειδή του εξεταστή. Εάν ο εξεταζόμενος ακούει για βραχύτερο χρόνο από τον εξεταστή τον ήχο που παράγει ο τονοδότης, τότε λέμε ότι ο εξεταζόμενος πάσχει από βαρηκοΐα αντιλήψεως. Αν ο εξεταζόμενος ακούει για ίσο χρόνο με τον εξεταστή τον ήχο που παράγει ο τονοδότης, τότε λέμε ότι ο εξεταζόμενος δεν πάσχει από βαρηκοΐα και έχει φυσιολογική ακοή. Αν ο εξεταζόμενος ακούει για περισσότερο χρόνο από τον εξεταστή τον ήχο που παράγει ο τονοδότης, τότε λέμε ότι ο εξεταζόμενος πάσχει από βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Ερμηνεία:
Ο Schwabach αρχικά μετρούσε τη διάρκεια ακοής του ήχου από τον εξεταζόμενο και στη συνέχεια αυτή του εξεταστή. Έτσι, διαπίστωνε εάν η οστέινη αγωγή του εξεταζόμενου ήταν καλύτερη, χειρότερη ή ίδια μ’ αυτή του εξεταστή. Το διαπασών που χρησιμοποιείται είναι τα 256, 512, 1024 και 2048 ΗΖ. Έτσι ο ωτολόγος έχει την δυνατότητα να μάθει ή έστω να προβλέψει πόσο μπορεί να βελτιωθεί το επίπεδο ακοής ενός ασθενή μετά από μια εγχείρηση. Σε κάθε εξέταση με διαπασών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα: • Εκλογή του σωστού διαπασών (συνήθως χρησιμοποιούνται τα 512 ή 1024 ΗΖ). • Το διαπασών πρέπει να τοποθετηθεί με ακρίβεια στην σωστή οστική περιοχή, είτε πρόκειται για την μαστοειδή απόφυση είτε για το μέτωπο. • Προτιμάται η διακοπτόμενη παρά η συνεχόμενη εφαρμογή πάνω στο οστό. • Τα άκρα από τα σκέλη του διαπασών πρέπει να βρίσκονται στην ευθεία του έξω ακουστικού πόρου. Στο σημείο αυτό ακούγεται καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη θέση. • Το «χτύπημα» του διαπασών προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία πρέπει να είναι ελαφρύ όταν σκοπός της δοκιμασίας είναι να προσδιοριστεί ο ουδός της ακουστότητας. Το «χτύπημα» πρέπει να γίνεται μεταξύ του αντίχειρα και του δείχτη, και όχι στο γόνατο ή όπου αλλού. • Τα αμφίβολα αποτελέσματα πρέπει να επαναλαμβάνονται. • Δεν είναι απαραίτητο η δοκιμασία να πραγματοποιείται σε ειδικούς ηχομονωμένους θαλάμους, θεωρείται ότι μια αθόρυβη αίθουσα είναι ΑκουόγραμμαΜε τη βοήθεια ακουστικών χορηγούνται ήχοι διαφόρων συχνοτήτων(απο 250 έως 8000 HZ) προοδευτικά μειούμενης έντασης(απο 0 εως 100 db). Ο εξεταζόμενος όταν τους ακούει μας δίνει μία απάντηση σηκώνοντας το χέρι ή πατώντας ένα κουμπί. Με τα παιδιά παίζουμε ένα παιχνίδι πχ όταν ακούει τον ήχο να βάζει ένα αυγουλάκι μέσα στο καλαθάκι(παιχνιδοακουομετρία). Σημειώνοντας το λιγότερο που ακούει δηλαδη την ελάχιστη ακουστή ένταση ήχου (=ουδός ακοής), σε κάθε συχνότητα σε ένα διάγραμμα, που στον άξονα χ είναι οι συχνότητες ενώ στον ψ η ένταση, προκύπτει το ακοομετρικό διάγραμμα ή ακοόγραμμα.
Οι συχνότητες που εξετάζονται είναι αυτές του φάσματος της ομιλίας. Ο φυσιολογικός ουδός ακοής γι΄ αυτές τις συχνότητες είναι (0) μηδέν db. Εξετάζεται η αγωγή δια του αέρος με τα ακουστικά και δια των οστών με το οστεόφωνο ακολουθώντας την κατωτέρω σειρά. Αέρινη αγωγή
Το ακουόγραμμα μας δίνει σαφείς ενδείξεις για τον τύπο της βαρηκοΐας διότι επιτρέπει την σύγκριση των αποτελεσμάτων της αέρινης και της οστέινης αγωγής. Στις βαρηκοΐες αγωγιμότητας επηρεάζεται μόνο η αέρινη αγωγή, στιςνευροαισθητηριες και οι δυο, αέρινη και οστέινη αγωγή εξίσου, ενώ στις μικτού τύπου βαρηκοΐες και οι δυο αλλά περισσότερο η αέρινη αγωγή. Η ακοομετρία λοιπόν εξετάζει την ευαισθησία της ακοής όταν το σήμα μεταδίδεται μέσω του έξω, μέσου και έσω αυτιού και κατόπιν καταλήγει στο φλοιό. Αυτό που αναζητούμε με το ακουόγραμμα είναι την ελάχιστη ένταση ενός ήχου, που μπορεί να ακούσει ο εξεταζόμενος (το λιγότερο που ακούει). Το ακουόγραμμα είναι η γραφική αναπαράσταση της εξέτασης, όπου για το αριστερό αυτί σημειώνουμε x και για το δεξιό αυτί ο. Αν και πρόκειται για υποκειμενική μέθοδο εξέτασης, σε συνδυασμό με άλλες αντικειμενικές εξετάσεις δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα επίπεδα της ακοής. Μέση απώλεια ακοής τριών συχνοτήτων (3FAHL) Η μέση απώλεια ακοής τριών συχνοτήτων (3FAHL) χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απώλεια ακοής συνολικά. Για τον υπολογισμό της 3FAHL, προσθέτουμε τα επίπεδα των ουδών σε ντεσιμπέλ στα 500, 1000, 2000 Hz για το ένα αυτί και στη συνέχεια το διαιρούμε με το 3. Ο αριθμός μπορεί να στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο πολλαπλάσιο του 5. Για παράδειγμα, αν οι απαντήσεις για το δεξί αυτί είναι: 500Hz 30dBHTL 1000Hz 40dBHTL 2000Hz 55dBHTL 30 + 40 + 55 = 125 125 διαιρείται με 3 = 41.66 στρογγυλοποιείται στο 40dBHTL Η 3FAHL μπορεί να μας βοηθήσει να προσδιορίσουμε το βαθμό απώλειας ακοής. ![]() Η 3FAHL χρησιμοποιείται επίσης στην ακοομετρία ομιλίας. Ακουογράμματα διαφόρων ειδών βαρηκοΐας βαρηκοΐα αντιλήψεως (νευροαισθητήριος) ![]() βαρηκοΐα μικτού τύπου Κοχλιακή Ωτοσκλήρυνση, Χρόνια ωτίτιδα Ομιλητική ακουομετρίαΈνα άτομο μπορεί να έχει κώφωση που μετριέται σε dB και δυσακουσία συγχρόνως, δηλ απώλεια διάκρισης ήχων που μετριέται σε επί % αναλογία διάκρισης λέξεων. Η δυσακουσία οφείλεται σε κακή λειτουργία του αισθητηρίου οργάνου(κοχλίας), ή σε βλάβη του ακουστικού νεύρου, ή σε ανώμαλη λειτουργία του εγκεφάλου. Ο πάσχων ακούει, αλλά δεν μπορεί να διακρίνει τις λέξεις. Γίνεται λοιπόν κατανοητή η χρησιμότητα της ομιλητική ακουομετρίας. Ομιλητική ακουομετρία Απαραίτητο συμπλήρωμα της τονικής ακουομετρίας σε πολλές περιπτώσεις βαρήκοων είναι η ομιλητική ακουομετρία, η οποία αποτελεί ακριβή, πολύτιμη και σύγχρονη μέθοδο εξέτασης της ακοής. Ιδιαίτερα πολύτιμη είναι η αξία της στην εφαρμογή ακουστικών γιατί προσδιορίζουμε την διακριτική ικανότητα του αυτιού. Με την ομιλητική ακουομετρία εξετάζουμε την ικανότητα του αυτιού για πρόσληψη και κατανόηση των λέξεων ή αριθμών, δηλαδή εξετάζουμε την λεγόμενη διακριτική ικανότητά του. - ο ουδός αντίληψης της ομιλίας, - ο ουδός κατανόησης (επίγνωσης ή πρόσληψης) της ομιλίας και - το σκόρ διάκρισης (υπερουδικής διακριτικής ικανότητας) της ομιλίας. - Ο ουδός αντίληψης της ομιλίας, είναι η ελάχιστη ένταση σε dB HL στην οποία μπορεί ο εξεταζόμενος να εντοπίσει την παρουσία ή μη του σήματος της ομιλίας, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να κατανοήσει το περιεχόμενό της. - Ο Ουδός αναγνώρισης της ομιλίας - ΟΑΟ (Speech Reception Threshold - SRT) (ή ουδός κατανόησης ή επίγνωσης ή πρόσληψης), δηλαδή η ελάχιστη ένταση στην οποία ο εξεταζόμενος μπορεί να αναγνωρίζει σωστά το 50% φωνητικά ισορ- ροπημένων δισύλλαβων λέξεων. Εκφράζεται σε dB HL. Αναμένεται ότι το SRT περίπου θα είναι ίσο ±5 με το μέσο όρο απώλειας ακοής για τους καθαρούς τόνους στην περιοχή 500 έως 2000 Hz (3FAHL), ανεξάρτητα από το είδος της απώλειας (π.χ, αγώγιμης ή νευροαισθητήριας) ακοής. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη συσχέτιση του ουδού αναγνώρισης της ομιλίας(SRT) και μέσου όρου καθαρών τόνων (3FAHL) της τονικής ακουομετρίας . Δεν πρέπει να διαφέρουν πάνω από 8 dB HL. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, πιθανότητα ο εξεταζόμενος υποκρίνεται, έχει κακή ικανότητα διάκρισης, λειτουργική βαρηκοΐα, σοβαρή μείωση της ακοής του σε υψηλές συχνότητες ή δεν ακούει τα σύμφωνα. Το SRT έχει μικρή σημασία στη διαφορική διάγνωση, εκτός από τις περιπτώσεις υποκρινομένων βαρηκοΐα (pseudohypacusis), αλλά χρησιμοποιείται για να παρέχει ένα περιγραφικό μέτρο της απώλειας της ακοής για την ομιλία και να επιβεβαιώσει την αγωγιμότητα δια του αέρος του τονικού ακουογράμματος. Το κατώφλι πρόσληψης της ομιλίας μπορεί να υπολογιστεί εάν προσθέσουμε ηχητική πίεση ίση με 20dB SPL στο κατώφλι ακουστότητας. - Μέγιστη διακριτική ικανότητα – ΜΔΙ (Speech Discrimination Score - SDS) (Μέτρηση του σκόρ διάκρισης της ομιλίας WRS σε υπερουδικά επίπεδα) Είναι το υψηλότερο ποσοστό % αναγνώρισης και ορθής διάκρισης, ακουστικά παρόμοιων λέξεων με παρόμοια φωνολογική σύνθεση, που διεξάγεται με τυποποιημένες λίστες λέξεων, ανεξάρτητα από την ένταση με την οποία παρουσιάζονται. Λίστα από 50 μονοσύλλαβες λέξεις παρουσιάζεται ξεχωριστά σε κάθε αυτί του εξεταζόμενου, σε ένταση 40 dB πάνω από τον ουδό αναγνώρισης της ομιλίας, επειδή σε αυτή την ένταση τα άτομα με φυσιολογική ακοή αναγνωρίζουν το 100% των λέξεων. Τα αποτελέσματα αναφέρονται ως το ποσοστό σωστών απαντήσεων σε καθορισμένο επίπεδο πάνω από την SRT. Τα άτομα με βαρηκοΐα αγωγιμότητας συνήθως παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις, ενώ εκείνα με νευροαισθητήρια απώλεια ακοής παρουσιάζουν μειωμένη διάκριση, ανάλογα με το μέγεθος, τη διαμόρφωση της καμπύλης της νευροαισθητήριας απώλειας ακοής και το είδος της βλάβης (δηλαδή, κοχλιακή ή οπισθοκοχλιακή). Η διάκριση της ομιλίας είναι ανεπηρέαστη στην αγώγιμη απώλεια ακοής σε υπερουδικά επίπεδα, διότι οι μηχανισμοί κωδικοποίησης του κοχλία και του ακουστικού νεύρου είναι φυσιολογικοί. Όταν η ένταση υπερνικά την απώλεια ευαισθησίας (υπερουδικά επίπεδα), η ικανότητα κατανόησης της ομιλίας είναι εξαιρετική. Ωστόσο, όταν ο αγώγιμος μηχανισμός είναι φυσιολογικός αλλά βλάβες του ακουστικού συστήματος επηρεάζουν τις κοχλιακές ή οπισθοκοχλιακές δομές, η ικανότητα να κατανοήσουν τα σύμφωνα της ομιλίας επηρεάζεται. Στην κοχλιακή βλάβη η διάκριση των λέξεων είναι μειωμένη, και δεν βελτιώνεται παρά την αύξηση της έντασης των χορηγούμενων λέξεων. Όταν οι κοχλιακές δομές είναι φυσιολογικές, αλλά το ακουστικό νεύρο ή χαμηλά το εγκεφαλικό στέλεχος επηρεάζονται από μια χωροκατακτητική βλάβη, η αναγνώριση ομιλίας μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά. Ένα από τα πρώτα διαγνωστικά σημάδια βλαβών του κρανιακού νεύρου VIII ή βλάβης χαμηλά στο στέλεχος είναι ότι, μειώνεται σημαντικά η αναγνώριση της ομιλίας με σχετικά ήπια ή μέτρια απώλεια ακοής καθαρών τόνων. Ένα σκορ 90-100% θεωρείται εξαιρετικό, 80-89% είναι καλό, 70 - 79% είναι μέτριο, 60-69% είναι φτωχό, <50% θεωρείται πολύ κακό.Φυσιολογική αντίληψη, αναγνώριση και διάκριση των λέξεων θεωρείται ότι έχει ο εξεταζόμενος όταν επαναλαμβάνει σωστά τουλάχιστον το 90% των λέξεων (Αδαμόπουλος, 2001). Aγώγιμη απώλεια ακοής που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 45 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 100% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων Νευροαισθητήρια (κοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από θόρυβο. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 10 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 82% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων Νευροαισθητήρια (κοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από τη νόσο του Meniere. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 20 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 64% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων Νευροαισθητήρια (οπισθοκοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από ακουστικό νευρίνωμα. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 40 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 24% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων O σκοπός της μέτρησης της διακριτικής ικανότητας είναι να διαπιστωθεί εάν παρά την ικανότητα του εξεταζόμενου να αντιλαμβάνεται τους ήχους της ομιλίας υπάρχει δυσκολία στην διάκριση λεκτικών σχημάτων. Κατά την εξέταση αυτή, η ένταση ρυθμίζεται σε υψηλότερα επίπεδα από το κατώφλι πρόσληψης της ομιλίας και καταγράφεται το ποσοστό των λέξεων που αναγνωρίζονται σε συνάρτηση με την ένταση (σε dB) εκπομπής τους. Οι συναρτήσεις ονομάζονται καμπύλες διακριτικής ικανότητος και από το σχήμα τους μπορεί να διακρίνουμε την φύση της παθολογίας του αυτιού, αν δηλαδή η απώλεια είναι νευροαισθητηριακής φύσης ή αγωγιμότητας. Μετατόπιση της καμπύλης προς τα δεξιά (βλ. κατωτέρω διάγραμμα ομιλητικής ακουομετρίας) χωρίς αλλαγή σχήματος από την φυσιολογική καμπύλη (διακεκομμένη καμπύλη), συνεπάγεται βαρηκοΐα αγωγιμότητας (καμπύλη Ι), ενώ η αλλοίωση του σχήματος της καμπύλης συνεπάγεται νευροαισθητηριακή βαρηκοΐα (καμπύλες ΙΙ και ΙΙΙ).Τα αποτελέσματα της ομιλητικής ακουομετρίας καταχωρούνται στο έντυπο του ομιλητικού ακουογράμματος, το οποίο στην αριστερή κάθετη πλευρά περιέχει την επί τοις % αντίληψη των αριθμών και λέξεων, στην δεξιά κάθετη πλευρά την επί τοις % απώλεια της διακριτικής ικανότητας και στην κάτω οριζόντια πλευρά του, την ένταση του ήχου σε dB. Ομιλητικό ακουόγραμμα Το ομιλητικό ακουόγραμμα απεικονίζεται σε ένα επίπεδο που ορίζεται από δυο κάθετες μεταξύ τους συντεταγμένες. Στον οριζόντιο άξονα σημειώνεται η ένταση σε decibel και στον κάθετο η διακριτική ικανότητα σε εκατοστιαία αναλογία. Το ομιλητικό ακουόγραμμα είναι στην ουσία η καμπύλη της διακριτικής ικανότητας, η οποία παριστάνει το σύνολο των διακριτικών ικανοτήτων σε κάθε ένταση ομιλίας και έχει σχήμα S. Το ομιλητικό ακουόγραμμα αφορά κυρίως τις συχνότητες από 250 ΗΖ μέχρι 4000 ΗΖ. Η ομιλητική ακοομετρία αποτελεί μια εξέταση κατά την οποία μια τυποποιημένη λίστα λέξεων παρουσιάζεται στον εξεταζόμενο (είτε μαγνητοφωνημένη είτε με εκφορά των λέξεων «ζωντανά» από τον εξεταστή) μέσω ρυθμισμένου ακοογράφου. Η ένταση της φωνής δίνεται με τον ακουομετρητή αρχίζοντας πάντα με ένταση με 100 dB και στην συνέχεια σε κάθε δέκα λέξεις κατεβαίνουμε κατά 10 ή 5 dB μέχρι ο ασθενής να ακούει το 50% των λέξεων ή και λιγότερο. Στη συνέχεια, η διακριτική ικανότητα σε ένταση, μεταφέρεται στο ομιλητικό ακουόγραμμα και έτσι παίρνουμε την καμπύλη της διακριτικής ικανότητας. Η διαδικασία εκτέλεσης της ομιλητικής ακουομετρίας είναι όμοια μ’ αυτή της τονικής, μόνο που επιπλέον απαιτείται μία πηγή παραγωγής ομιλίας. Η πηγή αυτή μπορεί να είναι η φωνή του εξεταστή ή ένα κασετόφωνο ή δίσκο CD με ηχογραφημένο το απαραίτητο υλικό. Η χρήση του κασετόφωνου ή του δίσκου CD δίνει τη δυνατότητα ρύθμιση της έντασης ομιλίας που φτάνει στο αυτί του εξεταζόμενου, επακριβώς και κατά βούληση. Η μετάδοση της ομιλίας γίνεται στον εξεταζόμενο με τα ακουστικά ή με τα μεγάφωνα αν θέλουμε να έχουμε ομιλητική ακουομετρία ελεύθερου πεδίου. Στην δεύτερη περίπτωση εξετάζουμε και τα δύο αυτιά μαζί. Για τη σωστή διεξαγωγή της εξέτασης θεωρείται πρέπον να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: 1) το υλικό που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι καθορισμένο, β) η χροιά και η προφορά της φωνής του ομιλητή έχουν σημαντικό ρόλο, γ) η μέθοδος μέτρησης των αποτελεσμάτων πρέπει να ξεκαθαριστεί, δ) η ικανότητα του εξεταστή βάζει τη σφραγίδα της όλης εξέτασης. Στην βαρηκοΐα αγωγιμότητας (καμπύλη Ι) η γραφική παράσταση είναι όμοια με της φυσιολογικής ακοής (διακεκομμένη καμπύλη), δηλαδή μοιάζει με S. Στην νευροαισθητήρια (κοχλιακή) βαρηκοΐα (καμπύλη ΙI), η διάκριση των λέξεων είναι μειωμένη. Η γραφική παράσταση είναι πιο βραχύτερη στο κάθετο σκέλος της και η διάκριση των λέξεων δεν βελτιώνεται, παρά την αύξηση της έντασης των χορηγούμενων λέξεων. Σε περιπτώσεις οπισθοκοχλιακής βλάβης (καμπύλη IΙI) η αύξηση της έντασης των λέξεων που χορηγούνται πέρα από ένα σημείο, προκαλεί μείωση της ικανότητας διάκρισης των λέξεων (φαινόμενο Rollover) (Αδαμόπουλος, 2001). Οι χρήσεις της ομιλητικής ακοομετρίας είναι: 1. Διασταύρωση της εγκυρότητας και επιβεβαίωση του τονικού ακοογράμματος 2. Εκτίμηση και διάγνωση διαταραχών της ακοής, παρέχοντας πληροφορίες για τη θέση της βλάβης (κοχλιακή-οπισθοκοχλιακή βλάβη) 3. Εκτίμηση για πιθανά οφέλη απο την εφαρμογή ακουστικού βαρηκοϊας. 4. Εκτίμηση προ και μετά της εφαρμογής κοχλιακού εμφυτεύματος 5. Σχεδιασμός χειρουργικής προσπέλασης σε ασθενείς με ακουστικό νευρίνωμα, παράλυση προσωπικού νεύρου, νόσο Meniere (διαλαβυρινθική ή δια του μέσου κρανιακού βόθρου) 6. Αξιολόγηση βελτίωσης σε αιφνίδιες και αυτοάνοσες βαρηκοϊες ΤυμπανομετρίαΜε δυο λόγια... Αυτή η εξέταση μετρά την κίνηση του τυμπάνου. Η τυμπανομετρία είναι μία πολύ σημαντική εξέταση με την οποία μπορούμε με ακρίβεια να διαγνώσουμε την ύπαρξη υγρού πίσω από το τύμπανο, ιδιαίτερα στις δύσκολες και αμφίβολες περιπτώσεις. Διενεργείται με την είσοδο στο αυτί ενός μαλακού σωληνίσκου μέσω του οποίου εκπέμπεται ήχος. Το αποτέλεσμα της εξέτασης αναπαριστάνεται γραφικά (τυμπανόγραμμα).
Η συσκευή(τυμπανογράφος)
μέσω ενός πλαστικού βύσματος του αυτιού, χορηγεί ήχο και αυξομειώνει την πίεση του αέρα στον έξω ακουστικό πόρο, αναγκάζοντας έτσι το τύμπανο να κινηθεί. Ο τυμπανογράφος μετρά την ανάκλαση του ήχου και καταγράφει(τυμπανόγραμμα) το πόσο καλά κινείται το τύμπανο και πόση είναι η πίεση στο μέσο αυτί και παράγει μια φυσιολογική καμπύλη(τύπου A). ![]() Οτιδήποτε εμποδίζει την φυσιολογική κίνηση του τυμπάνου( όπως το υγρό και η ωτίτιδα)παράγει παθολογική καμπύλη(πχ τύπου B) Εκκριτικη ωτιτιδα Μεση ωτιτιδα (υγρο) Η απόφραξη της ευσταχιανης σάλπιγγας(πχ από ρινίτιδα η κρεατακια) προκαλεί ελάττωση της πιέσεως στο μέσο αυτί και μετατόπιση της καμπύλης(τύπου C). ![]() ![]() περισσότερα... Αποτελεί βασική και μία πολύ σημαντική εξέταση, στην εκκριτική ωτίτιδα αφού μπορούμε με ακρίβεια να διαγνώσουμε την ύπαρξη υγρού ιδιαίτερα στις δύσκολες και αμφίβολες περιπτώσεις. Επίσης σε όλες τις περιπτώσεις βαρηκοΐας αγωγιμότητας.Προηγείται πάντοτε της μελέτης του ακουστικού αντανακλαστικού στη βαρηκοΐα αντιλήψεως(νευροαισθητήριο). Η μελέτη του ακουστικού αντανακλαστικού γίνεται επίσης με τον τυμπανογράφο αφού κάθε δυνατός ήχος προκαλεί προστατευτική σύσπαση δυο πολύ μικρών μυών (τείνων το τύμπανο μυς και μυς του αναβολέα) στο μέσο αυτί που καθηλώνουν το τύμπανο και την κίνηση του που καταγράφει όπως προαναφέραμε η συσκευή. Έτσι στα παιδιά ανευρίσκεται ο ουδός(ελάχιστη ένταση ήχου) εκλύσεως των αντανακλαστικών και διαγιγνώσκεται η βαρηκοΐα αντιλήψεως ενώ στους ενηλίκους εξετάζεται κυρίως η κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού και γίνεται τοπογραφική διαφοροδιάγνωση κεντρικής από περιφερική βλάβη(ακουστικό νευρίνωμα). Η όλη διαδικασία είναι απλή προσαρμόζοντας στα αυτιά του αρρώστου ένα ακουστικό και ένα πλαστικό βύσμα χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεργασία του. Μέχρι την ανακάλυψη των ακουστικών προκλητών δυναμικών(ABR) και των ωτοακουστικων εκπομπών(OAEs) προ λίγων ετών αποτελούσαν την μόνη αντικειμενική μέθοδο για τη διάγνωση της βαρηκοΐας στα παιδιά και τους υποκρινόμενους. Και σήμερα όμως αποτελεί βασική εξέταση γιατί είναι πολύ γρήγορη και πρακτική και συνδυάζεται με τις νεότερες για την εξαγωγή ασφαλέστερου συμπεράσματος περί του επιπέδου ακοής ενός παιδιού. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν διενεργούμε τυμπανομετρία σε βρέφη (0-12 μηνών) και ιδίως σε νεογνά. Ο ήχος, που εκπέμπεται πρέπει να είναι 1000 Hz. Οποιοσδήποτε άλλος ήχος (πχ 220 Hz), όπως συνήθως αλλά λανθασμένα εφαρμόζεται, καθιστά την εξέταση άκυρη στη νεογνική-βρεφική ηλικία. Γενικά η τυμπανομετρία στη νεογνική ηλικία δεν είναι αξιόπιστη. Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται σε αναπτυξιακούς παράγοντες όπως η χαλαρότητα του τυμπανοοσταριώδους συστήματος. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν διενεργούμε τυμπανομετρία σε βρέφη (0-12 μηνών) και ιδίως σε νεογνά. Ο ήχος, που εκπέμπεται πρέπει να είναι 1000 Hz. Φυσιολογικές μετρήσεις στην τυμπανομετρία Επειδή απαιτούνται πολλές τεχνικές λεπτομέρειες για την περιγραφή όλων των τεστ της μεθόδου αυτής, θα αναφερθούμε μόνο στο κυριότερο διαγνωστικό τεστ της μεθόδου που φέρει το όνομά της και είναι η τυμπανομετρία. Η τυμπανομετρική εξέταση μας δίνει μια εικόνα της κατάστασης του μέσου αυτιού. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα κατά την ακουολογική αξιολόγηση των παιδιών, διότι τα παιδιά υποφέρουν συχνά από παθήσεις του μέσου αυτιού όπως οι ωτίτιδες που, όταν συμβαίνουν συχνά, επιβαρύνουν την πρόσληψη και την ανάπτυξη του λόγου. Επίσης χρησιμοποιείται για την ακουολογική εξέταση παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες (π.χ. νοητική υστέρηση), μια και ο χρόνος μέτρησης είναι ελάχιστος (60-90 sec ανά αυτί) και τα αποτελέσματα είναι αντικειμενικά, δηλαδή δεν εξαρτώνται από την συγκέντρωση, την ικανότητα ή την διάθεση του εξεταζόμενου.
Ακόμη περισσότερα...
Η τυμπανομετρία, ή ακουομετρία σύνθετης αντίστασης, είναι μία από τις μεθόδους της αντικειμενικής ακουομετρίας και βασίζεται στην μέτρηση της ηλεκτροακουστικής αντίστασης του αυτιού που δημιουργείται μετά από εκπομπή ήχου μέσα στο αυτί. Αντίθετα από την τονική ακουομετρία αυτή η μέθοδος δεν δίνει ποσοτική ένδειξη της απώλειας της ακοής αλλά εντοπίζει την φύση της ακουστικής βλάβης με μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι η μέθοδος της τονικής ακουομετρίας. Έτσι λοιπόν, μπορεί να εξακριβωθεί αν η απώλεια της ακοής είναι νευροαισθητηριακής φύσης ή είναι βαρηκοΐα αγωγιμότητας, αν υπάρχει βλάβη στο μέσο αυτί και πού οφείλεται αυτή. Η μέθοδος επιτρέπει μια σειρά από μετρήσεις που γίνονται με διαφορετικά διαγνωστικά τεστ της μεθόδου και δίνουν ενδείξεις για: 6. την κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού 7. τον λανθάνοντα χρόνο(καθυστέρηση) του ακουστικού αντανακλαστικού
Τυμπανόγραμμα και ομόπλευρα (Ipsilateral) και ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) ακουστικά αντανακλαστικά Ακουστικά αντανακλαστικά (Acoustic Reflexes Thresholds - ART), ουδός
Ο ουδός (κατώφλι, κατώτατο όριο, ελάχιστη ένταση ήχου)) εκλύσεως του ακουστικού αντανακλαστικού, μετράται με ερεθίσματα 500, 1000, 2000 Hz. και ευρυζωνικούςς θορύβους (BBN). Δοκιμές στα 4000 Hz δεν συνιστώνται, διότι πολλοί νέοι άνθρωποι με φυσιολογική ακοή έχουν αυξημένο ουδό αντανακλαστικού (ταχεία προσαρμογή) σε αυτή τη συχνότητα (Gelfand, 1984? Silman & Silverman, 1991). Ο ουδός 3dB χαμηλότερος στα ομόπλευρα(Ipsilateral) από ότι στα ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) Η ανεύρεση του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού Η ανεύρεση του ουδού δεν επηρεάζεται από την κατεύθυνση αλλά προτιμάται η φθίνουσα μέθοδος απ 'ότι την αύξουσα (Jepsen 1963), με βήματα 5 dB για καθαρό ήχο και 1 ή 2 dB για BBN Τα ομόπλευρα(Ipsilateral) και ετερόπλευρα(αντίπλευραcontralateral) ακουστικά αντανακλαστικά εκτελούνται για να αξιολογηθεί η ακεραιότητα της οδού του ακουστικού αντανακλαστικού Τα αντανακλαστικά είναι κανονικά παρόντα για αρκετά δυνατούς ήχους, σε σχέση με την ικανότητα ακοής.
Φυσιολογικές τιμές του ακουστικού αντανακλαστικού Φυσιολογικές τιμές του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού με την ηλικία Ο φυσιολογικός ουδός κυμαίνεται περίπου από 85 έως 100 dB SPL για ερεθίσματα καθαρού τόνου (Gelfand, 1984), και 70-75 dB SPL (10-20 dB χαμηλότερα) για ευρυζωνικούς θορύβους (BBN). (Margolis, 1993)
Βαρηκοΐα αγωγιμότητας στο δεξιό αυτί Σε μέτρια νευροαισθητήρια απώλεια ακοής το ακουστικό αντανακλαστικό είναι φυσιολογικό Όταν η απώλεια ακοής είναι κοχλιακής προέλευσης και η απώλεια υπερβαίνει τα 60 dB HL, μπορεί να υπάρχει μια αύξηση στο όριο του ακουστικού αντανακλαστικού ακόμη και για ερεθίσματα καθαρού τόνου. Όταν το ακουστικό αντανακλαστικό είναι παρόν η απώλεια της ακοής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 dB HL. Ο προσδιορισμός του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις νευροαισθητήριας απώλεια ακοής και να παρέχει διαφορική διάγνωση της βλάβης ακοής. Αύξηση στον ουδό του ακουστικού αντανακλαστικού σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής μεγαλύτερη των 50 dB HL Όταν ο ουδός του ακουστικού αντανακλαστικού βρίσκεται σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα αποδίδεται σε βλάβη της κοχλιακής περιοχής. Σε ασθενείς με οπισθοκοχλιακή βλάβη (ακουστικού-κρανιακού νεύρου VIII και χαμηλά στο εγκεφαλικό στέλεχος), το ακουστικό αντανακλαστικό μπορεί να είναι αυξημένο ή να απουσιάζει. Ένας ασυνήθιστα υψηλός ουδός ή απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL είναι στοιχεία που να υποστηρίζουν μια οπισθοκοχλιακή της βλάβη. Απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL και παθολογική κόπωση είναι στοιχεία που υποστηρίζουν οπισθοκοχλιακή βλάβη Οπισθοκοχλιακή βλάβη --- Αυξημένα ART (> 90% των περιπτώσεων) πάνω από το φυσιολογικό ή από ότι σε κοχλιακή βλάβη, ή απουσιάζει τελείως ακόμη και στο μέγιστο ερέθισμα. --- Αγώγιμη διαταραχή πρέπει να αποκλειστεί --- Θετική κόπωση του αντανακλαστικού --- Μεταξύ των αυτιών σύγκριση ART:> 15 dB σε περισσότερες από μία ζώνες συχνοτήτων (Chiveralls, 1977),> 10 dB σε δύο παρακείμενες συχνότητες (Prasher & Cohen 1993), >ART σε 90% + 85% κόπωση AR: σε οπισθοκοχλιακές βλάβες Τα ακουστικά αντανακλαστικά στις νευρολογικές βλάβες Διαταραχές πιο πάνω από το αντανακλαστικό μονοπάτι(πχ φλοιού) δεν επηρεάζουν το ακουστικό αντανακλαστικό. Οι απομυελινωτικές και νευρομυϊκές βλάβες επηρεάζουν το ακουστικό αντανακλαστικό. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα με ακουστικές διαταραχές επεξεργασίας (APD) δείχνουν απουσία ή αυξημένα ακουστικά αντανακλαστικά. Το σύμπλεγμα της άνω ελαίας έχει κοινή συμμετοχή στο ακουστικό αντανακλαστικό και στη διαχείριση των ακουστικών ικανοτήτων που εμπλέκονται στην ακουστική επεξεργασία. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν παράταση και στον λανθάνοντα χρόνο του ακουστικού αντανακλαστικού σε παιδιά με διαταραχές της ακουστικής επεξεργασίας. Παρατηρήθηκε παράταση στον λανθάνοντα χρόνο του αντίπλευρου αντανακλαστικού όταν συγκριθεί με τα ομόπλευρα αποτελέσματα. Αποτελέσματα του αντανακλαστικού ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης A = absent(απόν) E = elevated(αυξημένο) N = normal(φυσιολογικό) D = decay (κόπωση). Αποτελέσματα που είναι μεταβλητά εξαρτώνται από τη σοβαρότητα της κατάστασης ή της απώλεια ακοής. Νευροωτολογική - ακουολογική διαφορική διάγνωση Κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού (Reflex Decay)Κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού είναι η μείωση του μεγέθους του ακουστικού αντανακλαστικού κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου ερεθίσματος. Η κόπωση του αντανακλαστικού μετριέται μόνο στα 500 και 1000 Hz, διότι η ταχεία προσαρμογή είναι συχνή σε υψηλότερες συχνότητες, όπως φαίνεται στην κατωτέρω εικόνα. ![]() Το ακουστικό ερέθισμα είναι 10 db πάνω από τον ουδό του αντανακλαστικού για 10 sec σε διαφορετικές συχνότητες. Συνήθως η κόπωση του αντανακλαστικού γίνεται μεγαλύτερη καθώς η συχνότητα γίνεται υψηλότερη ,στην περίπτωση αυτή, στα 4000 HZ η κόπωση του αντανακλαστικού είναι περισσότερο από 50% μετά από 10 sec. Κόπωση ακουστικού αντανακλαστικού Reflex decay Στις οπισθοκοχλιακές βλάβες η κόπωση του αντανακλαστικού στα 500 Hz είναι καλύτερη στη πρώτα 5 δευτερόλεπτα από ό,τι στα δεύτερα 5 σε σχέση με τα 1000 Hz, Στα 1000 Hz η κόπωση AR στο ≧ 50% των περιπτώσεων συμβαίνει μέσα σε 5 sec και ≦ 50%, σε 6-10 sec: ειδικότητα 99% (Ferguson 1996) Σε ακουστικό νευρίνωμα το τυμπανόγραμμα είναι φυσιολογικό άμφω, αλλά δεν εκλύονται ακουστικά αντανακλαστικά με την ακουστική διέγερση στο πάσχων αυτί. Όταν η κεφαλή μέτρησης ήταν στο υγιές αυτί, σύσπαση του μυός του αναβολέα παρατηρήθηκε μόνο με ομόπλευρο (ipsi) διέγερση. Όταν το άκρο μέτρησης ήταν στο πάσχων αυτί, η σύσπαση του μυός του αναβολέα παρατηρήθηκε μόνο όταν το ακουστικό ερέθισμα δόθηκε αντίθετα (contra). Λανθάνων χρόνος ακουστικού αντανακλαστικού(Acoustic Reflex Latency Test "ARLT")Λανθάνων χρόνος(καθυστέρηση) ακουστικού αντανακλαστικού, είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έναρξη ενός έντονου ακουστικού ερεθίσματος μέχρι την έναρξη της σύσπασης των μυών του μέσου ωτός. Η μελέτη μπορεί να γίνει με ερέθισμα 10 dB πάνω από τον ουδό του ακουστικού αντανακλαστικού, ομόπλευρα και ετερόπλευρα στις συχνότητες 500, 1000, 2000 και 4000 Hz Η καθυστέρηση του αντανακλαστικού σε φυσιολογικά άτομα είναι 107 msec, που μπορεί να κυμαίνεται από 40-180 (Bosatra και Russolo, 1976). 150 msec σε 80 dB SL και 40 msec σε 100 dB SL (Metz 1951) ARL μικρότερο καθώς το επίπεδο του ακουστικού ερεθίσματος αυξάνεται (20- <300 ms) (Bosatra 1984) Μικρότερος λανθάνων χρόνος στο 95% των φυσιολογικών ορίων: 51 ms (Qiu, Stucker 1997) Εντός του φυσιολογικού εύρους είναι ο λανθάνων χρόνος σε κοχλιακές βλάβες, αλλά> 200ms σε οπισθοκοχλιακές. Οι οπισθοκοχλιακές βλάβες προκαλούν σημαντική παράταση του λανθάνοντος χρόνου. Το ARLT φαίνεται να έχει ένα υψηλότερο ποσοστό απόδοσης από τα BERA, ενώ παρέχει συγκρίσιμες πληροφορίες διάγνωσης σε σημαντική εξοικονόμηση χρόνου, κόστους και προσωπικού.
Ακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικού στελέχους ενηλίκων (ABR)Τα ακουστικά προκλητά δυναμικά είναι ηλεκτρονική αντικειμενική μέθοδος εξέτασης της ακοής, που καταγράφει τα ηλεκτρικά δυναμικά στα οποία μετατρέπονται τα ηχητικά κύματα στο ακουστικό νεύρο και τον εγκέφαλο. Με τη μέθοδο αυτή καταγράφουμε με ηλεκτρόδια που τοποθετούνται στο κεφάλι, τις απαντήσεις του ακουστικού νευρικού συστήματος σε διάφορες εντάσεις ήχου. Στα ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους(ABR) χορηγούνται, ακουστικά ερεθίσματα με τη μορφή κλίκ (clicks=μια σειρά από διακοπτόμενους ήχους), τα οποία προκαλούν νευροηλεκτρική δραστηριότητα(ηλεκτρικά δυναμικά) της κεντρικής ακουστικής οδού(ακουστικό νεύρο και εγκέφαλος) για 12,5 msec μετά από την εκπομπή τους, η οποία και καταγράφεται με ηλεκτρόδια, που τοποθετούνται στο κεφάλι του εξεταζόμενου. Οι πρώτες πέντε κυματομορφές (κύματα Ι εως V)που καταγράφονται με την μορφή γραφικής παράστασης από ένα κομπιούτερ, αξιολογούνται ως προς το μέγεθος και το χρόνο που μεσολάβησε από τη χορήγηση του ακουστικού ερεθίσματος έως την εμφάνισή τους(καθυστέρηση ή λανθάνων χρόνος). Τα ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους αποτελούν σήμερα την πιο αξιόπιστη μέθοδο αντικειμενικής εκτίμησης της ακουστικής λειτουργίας, που χρησιμοποιείται 1)στην ανιχνευτική εξέταση της ακοής των νεογνών, 2)στη διάγνωση και στη διαφορική διάγνωση της βαρηκοΐας (ακουστικό νευρίνωμα). Η μέθοδος χρησιμοποιείται επίσης στη διεγχειρητική παρακολούθηση της ακουστικής λειτουργίας (monitoring) σε επεμβάσεις (π.χ. ακουστικό νευρίνωμα, όγκοι γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας) και σε ασθενείς που βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση. Η διαγνωστική αξία της μεθόδου, οφείλεται στη μεγάλη ευαισθησία και ειδικότητα που διαθέτει για την αντικειμενική εκτίμηση της ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας του ακουστικού συστήματος. Η κυματομορφή ABR, αποτελείται από τα βασικά κύματα Ι–III–V. Το αποτέλεσμα της εξέτασης αξιολογείται από την παρουσία ή μη της κυματομορφής, από τη μορφολογία των κυμάτων, από το εύρος (amplitude), τον λανθάνοντα χρόνο (wave latency) και τους διακυματικούς χρόνους (interwave latency).
Ακουστικά προκλητά δυναμικά (ABR). Φυσιολογική κυματο-μορφή. Κύματα I-II-III-IV-V.
Σε οπισθοκοχλιακές βλάβες γενικά παρατηρείται ανώμαλη μορφολογία της κυματομορφής, απουσία κυμάτων, επιμήκυνση λανθάνοντα χρόνου και διακυματικού χρόνου. Η τυπική κυματομορφή στις περιπτώσεις αυτές είναι αυτή που χαρακτηρίζεται από φυσιολογικό κύμα Ι και απουσία των άλλων κυμάτων. Έχει φανεί, όμως, τελικά ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες βρίσκονται άλλα ευρήματα, όπως απουσία όλων των κυμάτων, παρουσία των κυμάτων, αλλά με καθυστερημένους λανθάνοντες και διακυματικούς χρόνους, διαταραχές των ABR από το αντίπλευρο ους, ακόμα και απολύτως φυσιολογικές κυματομορφές. Ένα άλλο εύρημα που αξιολογείται είναι, σε περιπτώσεις που καταγράφονται κυματομορφές, ο λόγος του ύψους V/Ι. Ο λόγος αυτός είναι φυσιολογικά μεγαλύτερος από 1. Σε περίπτωση V/Ι<1 αυξάνεται η υπόνοια όγκου της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας. Ακουστικά προκλητά δυναμικά (ABR). Πάνω Φυσιολογικές κυματομορφές. Κάτω Παθολογικές κυματομορφές σε ακουστικό νευρίνωμα.
Ίσως η πιο χρήσιμη και αξιόπιστη ακουολογική δοκιμή που διατίθενται σήμερα στην διαφοροδιάγνωση μεταξύ των κοχλιακών και οπισθοκοχλιακών βλαβών είναι τα ακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικού στελέχους (ABR). Η ABR κυματομορφή τυπικά προκαλείται με ένα ακουστικό παλμό μικρής διάρκειας που δίδεται στο αυτί σε μια προκαθορισμένη ένταση. Σε επίπεδα υψηλής έντασης, το ακουστικό ερέθισμα προκαλεί πέντε κορυφές. Οι κορυφές ταυτοποιήθηκαν το πρώτο και κατηγοριοποιήθηκαν από τους Jewett and Williston. Τρεις από αυτές τις κορυφές (κύματα Ι, ΙΙΙ και V) είναι οι κύριες και είναι γενικά αποδεκτό ότι αντιστοιχούν, στην πυροδότηση των νευρώνων πρώτης τάξης του κρανιακού νεύρου VIII (κύμα Ι),στο σύμπλεγμα της άνω ελαίας (κύμα III), και στα κατώτερα διδύμια (κύμα V). Αυτά τα τρία μεγάλα κύματα είναι παρόντα ανά περίπου 2-msec διαστήματα (παιδιά και ενήλικες με κανονική ακοή) μετά την έναρξη του ακουστικού ερεθίσματος σε επίπεδα υψηλής έντασης. Όπως αποκαλύπτεται στην κατωτέρω εικόνα, καθώς η ένταση του ερεθίσματος μειώνεται, το πλάτος όλων των κορυφών μειώνεται, ο λανθάνων χρόνος κάθε κορυφής αυξάνεται, και η δυνατότητα επανάληψης των πρώτων κυμάτων (Ι και III) μειώνεται. Μόνο το κύμα V είναι αναγνωρίσιμο σε οριακά επίπεδα. ουδός ακοής στα 20dB SL. Οι απαντήσεις δίνονται σε συνάρτηση της μείωσης του επιπέδου της ακουστικής διέγερσης. Το χρονικό παράθυρο είναι 10 msec. Τα βέλη δείχνουν την αναγνώριση των κυμάτων V. Τα αποτελέσματα ABR σε ασθενείς με κοχλιακή απώλεια ακοής συνήθως αποκαλύπτουν κανονική κυματομορφή ABR και λανθάνοντες χρόνους σε επίπεδα υψηλής έντασης, αλλά με έναν αυξημένο "ουδό" ABR σε συνάρτηση όμως με την υπάρχουσα κοχλιακή βαρηκοΐα. Σε ασθενείς με οπισθοκοχλιακή αλλοίωση, η περιοχή της βλάβης επηρεάζει τα αποτελέσματα. Εάν μια χωροκατακτητική εξεργασία είναι παρούσα στο εγκεφαλικό στέλεχος, αλλά μετά τους νευρώνες πρώτης τάξης του κρανιακού νεύρου VIII, το κύμα Ι μπορεί να είναι φυσιολογικό, αλλά όλα τα επόμενα κύματα μπορεί να απουσιάζουν ή να καθυστερούν σημαντικά. Αν η βλάβη επηρεάζει τη λειτουργία των νευρώνων πρώτης τάξης του κρανιακού νεύρου VIII, μπορεί να μην παράγονται καθόλου κυματομορφές. ![]() Για παράδειγμα σε ακουστικό νευρίνωμα στην αριστερή γεφυροπαρεγκεφαλιδική γωνία, τα αποτελέσματα ABR με ερέθισμα 75 dB HL, στο δεξί αυτί αποκαλύπτουν μία καλά αναπαραγόμενη κυματομορφή με φυσιολογικούς απόλυτους και ενδοκυματικούς λανθάνοντες χρόνους. Η απάντηση από το αριστερό αυτί αποκαλύπτει φτωχή δυνατότητα επανάληψης των κυμάτων III και V, αυξημένους λανθάνοντες χρόνους των κυμάτων III και V, και κατά συνέπεια, μη φυσιολογικούς Ι-ΙΙΙ και I-V διακυματικούς λανθάνοντες χρόνους. Η μέθοδος των ακουστικών προκλητών δυναμικών του εγκεφαλικού στελέχους, σε συνδυασμό με τις άλλες αντικειμενικές μεθόδους των ωτοακουστικών εκπομπών και των ακουστικών αντανακλαστικών, χρησιμοποιείται στην εξέταση της ακοής νεογνών και μικρών και δύσκολων παιδιών (hard to test children).
Η δοκιμή ABR μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υποψία ακουστικής νευροπάθειας (όπου δεν καταγράφονται). Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να συνδυαστεί με ακουστικές εκπομπές (που καταγράφονται). Τέλος, τα ABR χρησιμοποιούνται επί υπόνοιας ψυχογενούς βαρηκοΐας, καθώς και για την εξέταση ασθενών που υποκρίνονται βαρηκοΐα, μιας και ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της εξέτασης.Δείτε τα Ακουστικά προκλητά δυναμικά σε ακουστικό νευρίνωμα Ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕs)Οι ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕs) είναι ήχοι χαμηλής έντασης που παράγονται από το φυσιολογικό κοχλία(εσωτερικό αυτί) και ανιχνεύονται στον αποφραγμένο με ένα καλώδιο έξω ακουστικό πόρο, με ειδική συσκευή που είναι συνδεδεμένη με υπολογιστή. Η παραγωγή τους σχετίζεται με τη φυσιολογική λειτουργία των έξω τριχωτών κυττάρων του κοχλία, που διαθέτουν ηλεκτρο-μηχανικές ιδιότητες και συμβάλουν στην ενίσχυση του ήχου από τον κοχλία. Η καταγραφή των ΟΑΕ προϋποθέτει φυσιολογικό και καθαρό, χωρίς βύσματα ή υγρά ακουστικό πόρο και ελεύθερο μέσο αυτί(χωρίς ωτίτιδα η υγρό). Διακρίνονται σε αυτόματες και προκλητές. Οι αυτόματες ωτοακουστικές εκπομπές παράγονται χωρίς την ύπαρξη εξωτερικών ακουστικών ερεθισμάτων και παρατηρούνται στο 50-60% των φυσιολογικών ατόμων. Οι προκλητές δημιουργούνται με τη χορήγηση εξωτερικών ακουστικών ερεθισμάτων και ανιχνεύονται σε σχεδόν όλους τους φυσιολογικά ακούοντες.Οι αυτόματες ωτοακουστικές εκπομπές(SOAE), οι προκλητές παροδικές ωτοακουστικές εκπομπές (ΤΕΟΑΕ) και οι ωτοακουστικές εκπομπές προϊόντων ακουστικής παραμόρφωσης (DPOAE) παράγονται σε φυσιολογικά επίπεδα, σε άτομα με φυσιολογική ακοή ή με μικρού βαθμού έκπτωση της ακοής μέχρι 30 dB.
Η ανάλυση των ωτοακουστικών εκπομπών (ΟΑΕ) αποτελεί την πιο την πιο αξιόπιστη και διαδεδομένη μέθοδο αντικειμενικής εξέτασης της κοχλιακής λειτουργίας και κατά κύριο λόγο της λειτουργίας των έξω τριχωτών κυττάρων με παρά πολλές εφαρμογές σε παιδιά και ενήλικες. Η μέθοδος ΟΑΕ χρησιμοποιείται σαν ανιχνευτική εξέταση της ακοής νεογνών, στον έλεγχο της ακοής παιδιών, στη διαφορική διάγνωση της βαρηκοΐας, στη διάγνωση της ακουστικής νευροπάθειας, στον έλεγχο της ακοής παιδιών που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία με ωτοτοξικά φάρμακα. Στους ενήλικες, η μέθοδος χρησιμοποιείται για τη διαφορική διάγνωση της νευροαισθητήριας βαρηκοΐας, της λειτουργικής βαρηκοΐας, για τον έλεγχο και την παρακολούθηση της ακοής ατόμων που εργάζονται σε έντονο θόρυβο, για την παρακολούθηση της ακοής στη νόσο του Meniere, στην οξεία πτώση της ακοής, και στις εμβοές. Ηλεκτροκοχλιογραφία (ECOG)Η ECOG είναι μια παραλλαγή των ABR όπου ένα ηλεκτρόδιο τοποθετείται επί ή εντός του τυμπάνου του για να αυξήσει το μέγεθος του κύματος I των ABR. Η ECOG μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση της νόσου του Meniere και σχετικών καταστάσεων.Η ECOG είναι δύσκολη τεχνικά και για το λόγο αυτό δεν είναι πάντα σε χρήση, και είναι επίσης χρήσιμη διαγνωστικά μόνο όταν είναι θετική. |
|