ΩΡΛ Παίδων Ακουολογία εξετάσεις

Κάνετε κλίκ σε ότι σας ενδιαφέρει

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Στα παιδιά, η άρτια λειτουργία της ακοής Babyιδίως κατά τα δυο πρώτα χρόνια είναι απαραίτητη για την ευνοϊκή εξέλιξη του κεντρικού νευρικού ακουστικού συστήματος ως προς τη διάκριση των ήχων και την ακουστική μνήμη και συμβάλει καθοριστικά τόσο στην ανάπτυξη του λόγου όσο και στην ψυχονοητική εξέλιξή τους. 
Πρόληψη 
  • Ο Ωτορινολαρυγγολόγος Παίδων είναι ευαισθητοποιημένος και ξεκινά τον έλεγχο ακοής πολύ νωρίς τις πρώτες ημέρες της γέννησης.
  • Πρωταρχικός σκοπός είναι η διάγνωση της βαρηκοΐας το πρώτο τρίμηνο και η έναρξη της θεραπείας και εφαρμογής ακουστικού βαρηκοΐας το πρώτο εξάμηνο γιατί έχει αποδειχθεί ότι αυτά τα παιδιά αναπτύσσονται μετά με τις λιγότερες επιπτώσεις.
  • Καλέστε το γιατρό σας εάν το μωρό σας ή το μικρό παιδί εμφανίζει σημάδια απώλειας ακοής, όπως το να μην αντιδρά σε δυνατούς θορύβους, να μην  μιμείται ήχους, ή να μην μιλάει για την αναμενόμενη ηλικία.
  • Οι γυναίκες που προγραμματίζουν να μείνουν έγκυες θα πρέπει να βεβαιωθούν ότι έχουν κάνει όλα τα εμβόλια.
  • Οι έγκυες γυναίκες θα πρέπει να ενημερώνουν με το γιατρό τους πριν πάρουν οποιοδήποτε φάρμακο. Εάν είστε έγκυος, αποφύγετε την εκθεση σε επικίνδυνες λοιμώξεις, όπως η ερυθρά και η τοξοπλάσμωση.
    Ακουόγραμμα μεγάλης παιδικής βαρηκοίαςακουστικά νεύρο αγωγιμότητος νευροαισθητήριος σε παιδιά
ΑΚΟΥΟΓΡΑΦΟΣ (μέτρηση ακοής)

Αφού ολοκληρώσετε το τεστ, συζητήστε τα αποτελέσματα με το γιατρό σας.
 ΤΕΛΟΣ τα κλάματαΠαιδο-Ωτορινολαρυγγολογία

Γρήγορη και άμεση ενδοσκόπηση του τυμπάνου σε δευτερόλεπτα για να μην κλάψει το παιδί και μετά προβολή του υπό μεγάλη μεγέθυνση σε οθόνη για  λεπτομερή ανάλυση και μελέτη.

 VideoωτοσκόπισηVideo ωτοσκόπιση

ble roisiel

Δείτε για την μέση ωτίτιδα  του παιδιού σας

Επίσης την εκκριτική ωτίτιδα  

και την εξωτερική ωτίτιδα και τα βουλωμένα αυτιά, του παιδιού σας

sielble roi
ΩΡΛ Παίδων Ακουολογία
Παιδική βαρηκοΐα

Ακουολογικές εξετάσεις


ΟΛΑ



 
BANERright_gradiant
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 


 

Παιδο-Ωτορινολαρυγγολογία

 

 

Ακουολογικές εξετάσεις παιδιών αναλυτικά


Επαρκείς πληροφορίες για την ακοή ενός παιδιού δεν μπορούν να ληφθούν με τη χρήση μόνο μιας μεθόδου. Είναι μάλλον απαραίτητη μια σειρά εξετάσεων ώστε να διασταυρώνονται τα αποτελέσματα τόσο των συμπεριφορικών, όσο και των ηλεκτροφυσιολογικών μετρήσεων. Ο σκοπός του ακουολογικού ελέγχου είναι να εκτιμηθούν η ακεραιότητα όλου του ακουστικού συστήματος, η ακοή αλλά και οι πιθανές δυνατότητες παρέμβασης. Άσχετα από την ηλικία είναι απαραίτητη η εκτίμηση του τύπου, του βαθμού και της μορφής της ακουομετρικής καμπύλης της βαρηκοΐας.


Υποκειμενική ακουομετρία

 


Παιδικό Ακοόγραμμα

 

 

Με την εξέταση αυτή μετράμε την ακοή.
Πραγματοποιείται με ειδικά μηχανήματα, τους ακουογράφους.

ακουογράφος   ακουστικα           

Με τη βοήθεια ακουστικών χορηγούνται ήχοι διαφόρων συχνοτήτων(από 250 έως 8000 HZ) προοδευτικά μειούμενης έντασης(από 0 έως 100 db). Το εξεταζόμενο παιδί όταν τους ακούει μας δίνει μία απάντηση ναι ή σηκώνει το χέρι ή πατάει ένα κουμπί.(Παιδικό τονικό ακουόγραμμα). Με μικρότερα παιδιά παίζουμε ένα παιχνίδι πχ όταν ακούει τον ήχο να βάζει ένα αυγουλάκι μέσα στο καλαθάκι ή έναν κύβο μέσα στο κουτάκι(παιχνιδοακουομετρία). Σημειώνοντας το λιγότερο που ακούει δηλαδή την ελάχιστη ακουστή ένταση ήχου (=ουδός ακοής), σε κάθε συχνότητα σε ένα διάγραμμα, που στον άξονα χ είναι οι συχνότητες ενώ στον ψ η ένταση, προκύπτει το ακοομετρικό διάγραμμα ή ακοόγραμμα.

Οι συχνότητες που εξετάζονται είναι αυτές του φάσματος της ομιλίας. Ο φυσιολογικός ουδός ακοής γι΄ αυτές τις συχνότητες είναι (0) μηδέν db. Εξετάζεται η αγωγή δια του αέρος με τα ακουστικά  και δια των οστών με το οστεόφωνο.Το ακουόγραμμα μας δίνει σαφείς ενδείξεις για τον τύπο της βαρηκοΐας διότι επιτρέπει την σύγκριση των αποτελεσμάτων της αέρινης και της οστέινης αγωγής. Στις βαρηκοΐες αγωγιμότητας επηρεάζεται μόνο η αέρινη αγωγή, στις νευροαισθητηριες και οι δυο, αέρινη και οστέινη αγωγή εξίσου, ενώ στις μικτού τύπου βαρηκοΐες και οι δυο αλλά περισσότερο η αέρινη αγωγή.

Σε βρέφη, νήπια αλλά κι ενήλικες που για διάφορους λόγους βρίσκουν πρόβλημα να βάλουν ακουστικά οι ήχοι δίνονται ελεύθερα στο χώρο(Ακοομετρία ελευθέρου πεδίου) με τη βοήθεια ηχείων τοποθετημένων υπό γωνία 45 μοιρών ως προς το πρόσωπο του εξεταζόμενου. Το εξεταζόμενο άτομο κάθεται στο κέντρο του δωματίου κοιτώντας μπροστά, στο κέντρο ενός ιδεατού τριγώνου μαζί με τα δύο ηχεία. Τα ακουστικά σήματα είναι μικρού συχνοτικού εύρους. Δε χρησιμοποιούνται καθαροί τόνοι λόγω πιθανότητας σχηματισμού στασίμων κυμάτων εντός του ηχητικού πεδίου που θ'άλλαζαν την ένταση του σήματος.

Η ακοομετρία αν και πρόκειται για υποκειμενική μέθοδο εξέτασης, εξετάζει την ευαισθησία της ακοής όταν το σήμα μεταδίδεται μέσω του έξω, μέσου και έσω αυτιού και κατόπιν καταλήγει στο φλοιό, έτσι σε συνδυασμό με άλλες αντικειμενικές εξετάσεις δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα επίπεδα της ακοής.

Αυτό που αναζητούμε με το ακουόγραμμα είναι την ελάχιστη ένταση ενός ήχου, που μπορεί να ακούσει ο εξεταζόμενος (το λιγότερο που ακούει). 

Το ακουόγραμμα είναι η γραφική αναπαράσταση της εξέτασης, όπου για το αριστερό αυτί σημειώνουμε x στην αγωγή δια του αέρος και > δια των οστών, και για το δεξιό αυτί ο στην αγωγή δια του αέρος και < δια των οστών.

Στα παιδιά η εξέταση απαιτεί υπομονή και ηρεμία. Συνήθως συνεννοούμαστε με τους γονείς, ώστε το παιδί να έλθει στο ιατρείο ξεκούραστο. Αν το παιδί δεν συνεργάζεται τότε καταφεύγουμε στις αντικειμενικές παιδοακουολογικές μεθόδους (ωτοακουστικές εκπομπές, ακουστικά προκλητά δυναμικά, τυμπανομετρία).

Η μέτρηση της ακοής μέσω ακουογραφήματος είναι συμπεριφορική στην φύση της και γι’ αυτό είναι υποκειμενική και δεν αντικατοπτρίζει πάντα τις πραγματικές ακουστικές ικανότητες του ατόμου.

Η ακουομετρία καθαρού τόνου μετρά διαμέσω του έξω αυτιού, μέσου αυτιού, κοχλία, όγδοου κρανιακού νεύρου και του κεντρικού ακουστικού συστήματος. Οι ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕ) μετρούν μονάχα το περιφερικό ακουστικό σύστημα(μέχρι και τον κοχλία). Η ανταπόκριση εκπορεύεται μόνο από τον κοχλία, αλλά το μέσο και το έξω αυτί πρέπει να είναι χωρίς παθολογία ικανά να μεταδώσουν τον εκπεμπόμενο ήχο πίσω στο μικρόφωνο. Η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά ως εργαλείο καταγραφής για να διαπιστώσουμε την παρουσία ή όχι της κοχλιακής λειτουργίας αν και η ανάλυση μπορεί να επιτελεστεί για ιδιαίτερες συχνοτικές περιοχές του κοχλία. Οι ωτοακουστικές εκπομπές(ΟΑΕ) δε μπορούν να περιγράψουν πλήρως τ'ακουστικά κατώφλια ενός ατόμου, όμως βοηθούν σημαντικά την επικύρωση ή αμφισβήτηση άλλων μετρήσεων(λχ υποψία λειτουργικής[προσποιητής] βαρηκοΐας), ή παρέχουν πληροφορίες για τη θέση της βλάβης.

Για την εφαρμογή της μεθόδου εισάγεται καθετήρας με μαλακό εύκαμπτο άκρο που περιέχει μικρόφωνο και μινιατούρα ηχείου στον ακουστικό πόρο. Καθώς το βρέφος ξεκουράζεται ήσυχα, ήχοι παράγονται από τον πομπό και καταγράφονται ακολούθως οι ακουστικές αποκρίσεις από τον κοχλία







 

Τύποι ακουογράμματος

βαρηκοΐα αγωγιμοτητος ακουόγραμμα

βαρηκοΐα αγωγιμότητος, Εκκριτική ωτίτιδα (υγρό), 
Μέση ωτίτιδα,



βαρηκοΐα αντιλήψεως (νευροαισθητηριος) ακοόγραμμα

βαρηκοΐα αντιλήψεως (νευροαισθητήριος)



μικτή απώλεια ακοής , τα κατώτατα όρια αγωγιμότητα του αέρα και τα όρια αγωγιμότητα των οστών και οι δύο επηρεάζονται, αλλά δεν είναι επάνω στο ακουόγραμμα

βαρηκοΐα μικτού τύπου
Κοχλιακή Ωτοσκλήρυνση, Χρόνια ωτίτιδα

 
 

Πληροφορίες για τα σύμβολα στα ακουομετρικά διαγράμματα:
 
  •  Στο δεξί αυτί η αέρινη οδός συμβολίζεται με μικρά στρόγγυλα (ο), ενώ στο αριστερό αυτί με μικρά (x). Τα παραπάνω σύμβολα ενώνονται μεταξύ τους με ευθείες γραμμές (-). 
  •  Στο δεξί αυτί η οστέινη οδός συμβολίζεται με μικρούς δείκτες που πάνε προς τα αριστερά (<), ενώ στο αριστερό αυτί με μικρούς δείκτες που πάνε προς τα δεξιά (>). Οι δείκτες αυτοί ενώνονται μεταξύ τους με μικρές διακεκομμένες γραμμές (-)

  
Ομιλητική ακουομετρία
 
 
Η προσαρμοσμένη ομιλητική ακουομετρία στην ηλικία του παιδιού. Eφαρμόζεται σε παιδιά ηλικίας 18 μηνών έως 2,5 χρονών. Bασίζεται στο γεγονός ότι σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά κατανοούν αρκετές λέξεις και έχουν την ικανότητα να υπακούουν σε απλές εντολές. 

χειλεοανάγνωση διακριτική ικανότητα σε ηχητικά λέξεις ομιλητική ακουομετρία
Έτσι, τους ζητάμε με χαμηλή φωνή και καλύπτοντας με το χέρι μας το στόμα μας ώστε να μην κάνουν χειλεοανάγνωση, να μας δώσουν αντικείμενα ή εικόνες που έχουμε τοποθετήσει εμπρός τους. Συνήθως, χρησιμοποιούμε λέξεις που μοιάζουν ηχητικά μεταξύ τους όπως π.χ. "δώσε μου την κούκλα" ή "δώσε μου την κούπα", ώστε να ελέγχουμε τη διακριτική τους ικανότητα σε παρόμοιες ηχητικά λέξεις.

Σε πιο δύσκολα παιδιά, το παιδί κάθεται στην αγκαλιά της μητέρας του, ή δίπλα της σε μία παιδική καρέκλα γύρω από ένα χαμηλό τραπεζάκι και ο εξεταστής απέναντι. Ο εξεταστής δίνει στο παιδί ένα-δύο παιχνίδια, ή ένα βιβλίο με πολύχρωμες εικόνες. Με φυσικότητα και φιλικότητα το πλησιάζει για να παίξουνε ή του ζητάει να του δείξει διάφορες εικόνες από το βιβλίο. Παράλληλα, ο εξεταστής παρατηρεί τη φωνή, την προφορά, την άρθρωση και το λεξιλόγιο του παιδιού. Με τον τρόπο αυτό παρέχονται σημαντικές πληροφορίες για τον βαθμό και την ποιότητα της βαρηκοΐας, αφού διαφορετική είναι η ομιλία ενός παιδιού με βαρηκοΐα αγωγιμότητας από ένα παιδί με νευροαισθητήρια βαρηκοΐα. Σταδιακά, ο εξεταστής απομακρύνεται από το παιδί κατά ένα μέτρο και πότε από δεξιά και πότε από αριστερά του ζητά να δείξει διάφορα αντικείμενα ή εικόνες, πάντα όμως γνωστά στο παιδί, ή έστω διδαγμένα προηγούμενα.


Ομιλητική ακουομετρία

Απαραίτητο συμπλήρωμα της τονικής ακουομετρίας σε πολλές περιπτώσεις βαρήκοων είναι η ομιλητική ακουομετρία, η οποία αποτελεί ακριβή, πολύτιμη και σύγχρονη μέθοδο εξέτασης της ακοής. Ιδιαίτερα πολύτιμη είναι η αξία της στην εφαρμογή ακουστικών γιατί προσδιορίζουμε την διακριτική ικανότητα του αυτιού.

Η ομιλητική ακουομετρία είναι μία μέτρηση, του πόσο καλά ακούει ένα άτομο τα σήματα της ομιλίας, όπως οι λέξεις ή οι προτάσεις.
Με την ομιλητική ακουομετρία εξετάζουμε την ικανότητα του αυτιού για πρόσληψη και κατανόηση των λέξεων ή αριθμών, δηλαδή εξετάζουμε την λεγόμενη διακριτική ικανότητά του. 

Η ακουομετρία ομιλίας ενσωματώνει διάφορες τεχνικές που αξιολογούν την αντίληψη και κατανόηση στοιχείων της ομιλίας. Τέτοιες δοκιμασίες είναι: 
- ο ουδός αντίληψης της ομιλίας, 
- ο ουδός κατανόησης (επίγνωσης ή πρόσληψης) της ομιλίας και 
- το σκόρ διάκρισης (υπερουδικής διακριτικής ικανότηταςτης ομιλίας.

- Ο ουδός αντίληψης της ομιλίας, είναι η  ελάχιστη ένταση σε dB HL στην οποία μπορεί ο εξεταζόμενος να εντοπίσει την παρουσία ή μη του σήματος της ομιλίας, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να κατανοήσει το περιεχόμενό της.

- Ο Ουδός αναγνώρισης της ομιλίας - ΟΑΟ (Speech Reception Threshold - SRT)  (ή ουδός κατανόησης ή επίγνωσης ή πρόσληψης), δηλαδή η ελάχιστη ένταση στην οποία ο εξεταζόμενος μπορεί να αναγνωρίζει σωστά το 50% φωνητικά ισορ-
ροπημένων δισύλλαβων λέξεων. Εκφράζεται σε dB HL.
Αναμένεται ότι το SRT περίπου θα είναι ίσο ±5 με το μέσο όρο απώλειας ακοής για τους καθαρούς τόνους στην περιοχή 500 έως 2000 Hz, ανεξάρτητα από το είδος της απώλειας (π.χ, αγώγιμης ή νευροαισθητήριας) ακοής. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη συσχέτιση του ουδού αναγνώρισης της ομιλίας και μέσου όρου καθαρών τόνων της τονικής ακουομετρίας . Δεν πρέπει να διαφέρουν πάνω από 8 dB HL. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, πιθανότητα ο εξεταζόμενος έχει κακή ικανότητα διάκρισης, λειτουργική βαρηκοΐα, σοβαρή μείωση της ακοής του σε υψηλές συχνότητες ή δεν ακούει τα σύμφωνα. Το SRT έχει μικρή σημασία στη διαφορική διάγνωση, εκτός από τις περιπτώσεις υποκρινομένων βαρηκοΐα (pseudohypacusis), αλλά χρησιμοποιείται για να παρέχει ένα περιγραφικό μέτρο της απώλειας της ακοής για την ομιλία και να επιβεβαιώσει την αγωγιμότητα δια του αέρος του τονικού ακουογράμματος.
Το κατώφλι πρόσληψης της ομιλίας μπορεί να υπολογιστεί εάν προσθέσουμε ηχητική πίεση ίση με 20dB SPL στο κατώφλι ακουστότητας.

- Μέγιστη διακριτική ικανότητα – ΜΔΙ (Speech Discrimination Score - SDS) (Μέτρηση του σκόρ διάκρισης της ομιλίας WRS σε υπερουδικά επίπεδα)
Είναι το υψηλότερο ποσοστό % ορθής διάκρισης και αναγνώρισης, ακουστικά παρόμοιων λέξεων με παρόμοια φωνολογική σύνθεση, που διεξάγεται με τυποποιημένες λίστες λέξεων, ανεξάρτητα από την ένταση με την οποία παρουσιάζονται. Λίστα από 50 μονοσύλλαβες λέξεις παρουσιάζεται ξεχωριστά σε κάθε αυτί του εξεταζόμενου, σε ένταση 40 dB πάνω από τον ουδό αναγνώρισης της ομιλίας, επειδή σε αυτή την ένταση τα άτομα με φυσιολογική ακοή αναγνωρίζουν το 100% των λέξεων. Τα αποτελέσματα αναφέρονται ως το ποσοστό σωστών απαντήσεων σε καθορισμένο επίπεδο πάνω από την SRT.
Τα άτομα με βαρηκοΐα αγωγιμότητας συνήθως παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις, ενώ εκείνα με νευροαισθητήρια απώλεια ακοής παρουσιάζουν μειωμένη διάκριση, ανάλογα με το μέγεθος, τη διαμόρφωση της καμπύλης της νευροαισθητήριας απώλειας ακοής και το είδος της βλάβης (δηλαδή, κοχλιακή ή οπισθοκοχλιακή). Η διάκριση της ομιλίας είναι ανεπηρέαστη στην αγώγιμη απώλεια ακοής σε υπερουδικά επίπεδα, διότι οι μηχανισμοί κωδικοποίησης του κοχλία και του ακουστικού νεύρου είναι φυσιολογικοί. Όταν η ένταση υπερνικά την απώλεια ευαισθησίας (υπερουδικά επίπεδα), η ικανότητα κατανόησης της ομιλίας είναι εξαιρετική. Ωστόσο, όταν ο αγώγιμος μηχανισμός είναι φυσιολογικός αλλά βλάβες του ακουστικού συστήματος επηρεάζουν τις κοχλιακές ή οπισθοκοχλιακός δομές, η ικανότητα να κατανοήσουν τα σύμφωνα της ομιλίας επηρεάζεται. Στην κοχλιακή βλάβη η διάκριση των λέξεων είναι μειωμένη, και δεν βελτιώνεται παρά την αύξηση της έντασης των χορηγούμενων λέξεων. Όταν οι κοχλιακές δομές είναι φυσιολογικές, αλλά το ακουστικό νεύρο ή χαμηλά το εγκεφαλικό στέλεχος επηρεάζονται από μια χωροκατακτητική βλάβη, η αναγνώριση ομιλίας μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά. Ένα από τα πρώτα διαγνωστικά σημάδια βλαβών του κρανιακού νεύρου VIII ή βλάβης χαμηλά στο στέλεχος είναι ότι, μειώνεται σημαντικά η αναγνώριση της ομιλίας με σχετικά ήπια ή μέτρια απώλεια ακοής καθαρών τόνων.
Ένα σκορ 90-100% θεωρείται εξαιρετικό, 80-89% είναι καλό, 70 - 79% είναι μέτριο, 60-69% είναι φτωχό, <50% θεωρείται πολύ κακό.
Φυσιολογική αντίληψη, αναγνώριση και διάκριση των λέξεων θεωρείται ότι έχει ο εξεταζόμενος όταν επαναλαμβάνει σωστά τουλάχιστον το 90% των λέξεων (Αδαμόπουλος, 2001).

Η αγώγιμη απώλεια ακοής που προκαλείται από μέση ωτίτιδα. Το κατώφλι υποδοχής λόγου (SRT) εκφράζεται ως επίπεδο έντασης σε dB HL και το σκορ αναγνώρισης ομιλίας δίνεται ως το ποσοστό των σωστών απαντήσεων





Αγώγιμη απώλεια ακοής που προκαλείται από μέση ωτίτιδα. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 15 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 100% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων








Aγώγιμη απώλεια ακοής που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση Το κατώφλι υποδοχής λόγου (SRT) 45 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης και το σκορ αναγνώρισης ομιλίας 100% δίνεται ως το ποσοστό των σωστών απαντήσεων





Aγώγιμη απώλεια ακοής που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 45 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 100% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων








Νευροαισθητήρια (κοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από θόρυβο. Το κατώφλι υποδοχής λόγου (SRT) 10 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης και το σκορ αναγνώρισης ομιλίας 82% δίνεται ως το ποσοστό των σωστών απαντήσεων





Νευροαισθητήρια (κοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από θόρυβο. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 10 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 82% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων








Νευροαισθητήρια (κοχλιακή)απώλεια ακοής που προκαλείται από τη νόσο του Meniere. Το κατώφλι υποδοχής λόγου (SRT) 20 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης και το σκορ αναγνώρισης ομιλίας 64% δίνεται ως το ποσοστό των σωστών απαντήσεων





Νευροαισθητήρια (κοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από τη νόσο του Meniere. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 20 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 64% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων







Νευροαισθητήρια (οπισθοκοχλιακή)απώλεια ακοής που προκαλείται από ακ. νευρίνωμα. Το κατώφλι υποδοχής λόγου (SRT) 20 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης και το σκορ αναγνώρισης ομιλίας 64% δίνεται ως το ποσοστό των σωστών απαντήσεων

Νευροαισθητήρια (οπισθοκοχλιακή) απώλεια ακοής που προκαλείται από ακουστικό νευρίνωμα. Ο ουδός αναγνώρισης της ομιλίας (SRT) 40 dB HL εκφράζεται ως επίπεδο έντασης, και το σκόρ διάκρισης της ομιλίας 24% δίνεται ως το μέγιστο ποσοστό των σωστών απαντήσεων


O σκοπός της μέτρησης της διακριτικής Ικανότητας είναι να διαπιστωθεί εάν παρά την ικανότητα του εξεταζόμενου να αντιλαμβάνεται τους ήχους της ομιλίας υπάρχει δυσκολία στην διάκριση λεκτικών σχημάτων. Κατά την εξέταση αυτή, η ένταση ρυθμίζεται σε υψηλότερα επίπεδα από το κατώφλι πρόσληψης της ομιλίας και καταγράφεται το ποσοστό των λέξεων που αναγνωρίζονται σε συνάρτηση με την ένταση (σε dB) εκπομπής τους. Οι συναρτήσεις ονομάζονται καμπύλες διακριτικής ικανότητος και από το σχήμα τους μπορεί να διακρίνουμε την φύση της παθολογίας του αυτιού, αν δηλαδή η απώλεια είναι νευροαισθητηριακής φύσης ή αγωγιμότητας. Μετατόπιση της καμπύλης προς τα δεξιά (βλ. κατωτέρω διάγραμμα ομιλητικής ακουομετρίας) χωρίς αλλαγή σχήματος από την φυσιολογική καμπύλη (διακεκομμένη καμπύλη), συνεπάγεται βαρηκοΐα αγωγιμότητας (καμπύλη Ι), ενώ η αλλοίωση του σχήματος της καμπύλης συνεπάγεται νευροαισθητηριακή βαρηκοΐα (καμπύλες ΙΙ και ΙΙΙ).

Τα αποτελέσματα της ομιλητικής ακουομετρίας καταχωρούνται στο έντυπο του ομιλητικού ακουογράμματος, το οποίο στην αριστερή κάθετη πλευρά περιέχει την επί τοις % αντίληψη των αριθμών και λέξεων, στην δεξιά κάθετη πλευρά την επί τοις % απώλεια της διακριτικής ικανότητας και στην κάτω οριζόντια πλευρά του, την ένταση του ήχου σε dB.

Ομιλητικό ακουόγραμμα

Το ομιλητικό ακουόγραμμα απεικονίζεται σε ένα επίπεδο που ορίζεται από
δυο κάθετες μεταξύ τους συντεταγμένες. Στον οριζόντιο άξονα σημειώνεται η ένταση σε decibel και στον κάθετο η διακριτική ικανότητα σε εκατοστιαία αναλογία. Το ομιλητικό ακουόγραμμα είναι στην ουσία η καμπύλη της διακριτικής ικανότητας, η οποία παριστάνει το σύνολο των διακριτικών ικανοτήτων σε κάθε ένταση ομιλίας και έχει σχήμα S. Το ομιλητικό ακουόγραμμα αφορά κυρίως τις συχνότητες από 250 ΗΖ μέχρι 4000 ΗΖ. Η ομιλητική ακοομετρία αποτελεί μια εξέταση κατά την οποία μια τυποποιημένη λίστα λέξεων παρουσιάζεται στον εξεταζόμενο (είτε μαγνητοφωνημένη είτε με εκφορά των λέξεων «ζωντανά» από τον εξεταστή) μέσω ρυθμι
σμένου ακοογράφου. Η ένταση της φωνής δίνεται με τον ακουομετρητή αρχίζοντας πάντα με ένταση με 100 dB και στην συνέχεια σε κάθε δέκα λέξεις κατεβαίνουμε κατά 10 ή 5 dB μέχρι ο ασθενής να ακούει το 50% των λέξεων ή και λιγότερο. Στη συνέχεια, η διακριτική ικανότητα σε ένταση, μεταφέρεται στο ομιλητικό ακουόγραμμα και έτσι παίρνουμε την καμπύλη της διακριτικής ικανότητας. Η διαδικασία εκτέλεσης της ομιλητικής ακουομετρίας είναι όμοια μ’ αυτή της τονικής, μόνο που επιπλέον απαιτείται μία πηγή παραγωγής ομιλίας. Η πηγή αυτή μπορεί να είναι η φωνή του εξεταστή ή ένα κασετόφωνο ή δίσκο CD με ηχογραφημένο το απαραίτητο υλικό. Η χρήση του κασετόφωνου ή του δίσκου CD δίνει τη δυνατότητα ρύθμιση της έντασης ομιλίας που φτάνει στο αυτί του εξεταζόμενου, επακριβώς και κατά βούληση. Η μετάδοση της ομιλίας γίνεται στον εξεταζόμενο με τα ακουστικά ή με τα μεγάφωνα αν θέλουμε να έχουμε ομιλητική ακουομετρία ελεύθερου πεδίου. Στην δεύτερη περίπτωση εξετάζουμε και τα δύο αυτιά μαζί. 
Για τη σωστή διεξαγωγή της εξέτασης θεωρείται πρέπον να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: 1) το υλικό που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι καθορισμένο, β) η χροιά και η προφορά της φωνής του ομιλητή έχουν σημαντικό ρόλο, γ) η μέθοδος μέτρησης των αποτελεσμάτων πρέπει να ξεκαθαριστεί, δ) η ικανότητα του εξεταστή βάζει τη σφραγίδα της όλης εξέτασης.
Στην βαρηκοΐα αγωγιμότητας 
(καμπύλη Ι) η γραφική παράσταση είναι όμοια με της φυσιολογικής ακοής (διακεκομμένη καμπύλη), δηλαδή μοιάζει με S. Στην νευροαισθητήρια (κοχλιακή) βαρηκοΐα (καμπύλη ΙI), η διάκριση των λέξεων είναι μειωμένη. Η γραφική παράσταση είναι πιο βραχύτερη στο κάθετο σκέλος της και η διάκριση των λέξεων δεν βελτιώνεται, παρά την αύξηση της έντασης των χορηγούμενων λέξεων. Σε περιπτώσεις οπισθοκοχλιακής βλάβης (καμπύλη IΙI) η αύξηση της έντασης των λέξεων που χορηγούνται πέρα από ένα σημείο, προκαλεί μείωση της ικανότητας διάκρισης των λέξεων (φαινόμενο Rollover) (Αδαμόπουλος, 2001).
 
 
Διάγραμμα ομιλητικής ακουομετρίας
 
  Διάγραμμα ομιλητικής ακουομετρίας - καμπύλες διακριτικής ικανότητος
Ι) βαρηκοΐα αγωγιμότητος  ΙΙ) κοχλιακή βλάβη  ΙΙΙ) οπισθοκοχλιακή βλάβη
 



Οι χρήσεις της ομιλητικής ακοομετρίας είναι:

1. Διασταύρωση της εγκυρότητας του τονικού ακοογράμματος
2. Εκτίμηση και διάγνωση διαταραχών της ακοής, παρέχοντας πληροφορίες για τη θέση της βλάβης (κοχλιακή-οπισθοκοχλιακή βλάβη)
3. Εκτίμηση για πιθανά οφέλη απο την εφαρμογή ακουστικού βαρηκοϊας.
4. Εκτίμηση προ και μετά της εφαρμογής κοχλιακού εμφυτεύματος
5. Σχεδιασμός χειρουργικής προσπέλασης σε ασθενείς με ακουστικό νευρίνωμα, παράλυση προσωπικού νεύρου, νόσο Meniere (διαλαβυρινθική ή δια του μέσου κρανιακού βόθρου)
6. Αξιολόγηση βελτίωσης σε αιφνίδιες και αυτοάνοσες βαρηκοϊες





 
 
Ακουστικές δοκιμασίες συμπεριφοράς

    ακουομετρία ελευθέρου πεδίου

      παιχνιδοακουομετρια
     
     
     
     
    Στις ακουστικές δοκιμασίες συμπεριφοράς ανήκουν εκτός της ακουομετρίας και η οπτικώς ενισχυμένη συμπεριφεριολογική ακοομετρία (Visual reinforcement behavioral audiometry) και η παιχνιδο-ακοομετρία (Conditioned play behavioral audiometry).

    Η πρώτη εξέταση στηρίζεται στο ότι ένα φυσιολογικά ακούον παιδί αντιδρά με στροφή της κεφαλής προς την πηγή του ακουστικού ερεθίσματος. Η απάντηση αυτή μπορεί να ενισχυθεί με ανταμοιβή με μια ενδιαφέρουσα οπτική παράσταση, όπως με ένα φωτεινό παιχνίδι. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει ο καθορισμός της μικρότερης έντασης του ακουστικού ερεθίσματος η οποία προκαλεί απάντηση.
    Αυτή η δοκιμή μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας ήχους που προέρχονται από τα μεγάφωνα ή ακουστικά. Ο ωτορινολαρυγγολόγος θα μιλήσει με το παιδί και θα παίξει ήχους σε διαφορετικές συχνότητες. Όταν το παιδί γυρίζει στο σημείο από όπου προέρχεται ο ήχος, ένα κινούμενο φωτιζόμενο παιχνίδι θα ανάψει σε αυτή την πλευρά. 

    Η παιγνιοακουομετρία βασίζεται στην ανάπτυξη του εξαρτημένου αντανακλαστικού. Κατά την παιχνιδοακοομετρία, το παιδί εμπλέκεται σε μια δραστηριότητα, όπως να γκρεμίσει ένα πύργο ή να τοποθετήσει δακτυλίδια σε μία στήλη, κάθε φορά που ακούει έναν ήχο-σήμα. Η επιδοκιμασία-ανταμοιβή από τον εξεταστή επιβεβαιώνει και ενισχύει την απάντηση του παιδιού.Έτσι, το παιδί μαθαίνει να περιμένει και να απαντά στον ήχο-σήμα όταν τον ακούει. 
    Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών. Διδάσκουμε στο παιδί, ως όρους του παιχνιδιού, να κάνει μια κίνηση κάθε φορά που ακούει έναν ήχο. Οι κινήσεις και το παιχνίδι διευθύνονται από τον εξεταστή και όχι αντίστροφα, γιατί η διαδικασία δεν παύει να είναι εξέταση, έστω και στο παιδί φαίνεται παιχνίδι. Σημαντική είναι η συμμετοχή της μητέρας στην διαδικασία, η οποία αποκοπεί στη μίμηση της συμπεριφοράς της από το παιδί της. Η μητέρα πετάει ένα παιχνίδι σε ένα καλάθι ή να δώσει μια κάρτα στον εξεταστή όταν ακούει τον ήχο. Υπάρχει ποικιλία παιχνιδιών που μπορούν χρησιμοποιηθούν, όλα όμως έχουν ένα αντικειμενικό σκοπό: την εξέταση της ακοής και τη λήψη του τονικού ακουογράμματος.
    Η δοκιμή στα παιδιά, μπορεί να μην κρατήσει το ενδιαφέρον τους για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί το ακουόγραμμα, και πρέπει να γίνει γρήγορα και μεθοδικά.
    Μια τυπική ακολουθία για την εργασία αυτή με τα παιδιά, αριθμητικά έχει ως εξής:

    Αέρινη αγωγιμότητα: δεξί αυτί


    Αέρινη αγωγιμότητα: αριστερό αυτί
    1.
    1000Hz

    2.
    1000Hz
    3.
    4000Hz

    4.
    4000Hz
    5.
    2000Hz

    6.
    2000Hz
    7.
    500Hz

    8.
    500Hz

    Οστέινη αγωγιμότητα


    Οστέινη αγωγιμότητα
    9.
    1000Hz

    10.
    4000Hz
    11.
    2000Hz

    12.
    500Hz
    Αυτού του είδους η τεχνική αυτή είναι κατάλληλη για παιδιά από περίπου 2 ½ ετών έως περίπου 8 ετών.

    Οι συμπεριφεριολογικές δοκιμασίες δίνουν εν γένει σχετικώς αξιόπιστα αποτελέσματα για ηλικίες από έξι μηνών έως 3 ετών. 


    Aνιχνευτική ακουομετρία, τεχνική απόσπασης προσοχής, Παιχνιδοακουομετρία, και ακουομετρία οπτικής ενίσχυσης

     

    Αυτές οι μέθοδοι ακουομέτρησης εφαρμόζονται σε μικρά παιδιά όπου η συνεργασία επιτυγχάνεται με έμμεσο τρόπο.


    ανιχνευτική ακουομετρία εφαρμόζεται σε νεογέννητα και βρέφη (από τη

    ανιχνευτική ακουομετρία εφαρμόζεται σε νεογέννητα και βρέφη
    γέννηση έως 6 μηνών). Στηρίζεται στα αυτόματα κινητικά αντανακλαστικά (κλείσιμο βλεφάρων, μορφασμοί στο πρόσωπο, ξύπνημα, κούνημα ποδιού κ.α) που δημιουργούνται μετά από ένα ηχητικό ερέθισμα. Ήχοι εντάσεως από 75dB και πάνω προκαλούν στα νεογέννητα αντανακλαστικές κινήσεις, ενώ σε μεγαλύτερα παιδιά και ήχοι χαμηλότερης έντασης δημιουργούν τις ίδιες αντιδράσεις.Tο βρέφος που ακούει τον ήχο της μεταλλικής κουδουνίστρας αλλάζει συμπεριφορά π.χ. αν κλαίει ή κινείται σταματάει στιγμιαία ή κάνει ελαφρούς μορφασμούς στο πρόσωπο ή ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Oι ήχοι που συνήθως χρησιμοποιούνται έχουν ένταση 50db και συχνότητα 500 και 4.000 Hz. 
    H μέθοδος αυτή παρ’ ότι είναι αδρή, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, παρά τη μεγάλη ανάπτυξη των ηλεκτροφυσιολογικών δοκιμασιών, να αποτελεί τη βάση για την εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας του βρέφους, και την πρώιμη διάγνωση.
    O στόχος αυτός είναι εφικτός από τον παιδίατρο με τη χρησιμοποίηση των απλών αυτών μεθόδων που αναφέρθηκαν, σε όλα τα παιδιά που παρακολουθεί και επί σοβαρότερης υποψίας ή αποτυχίας των μεθόδων αυτών, πρέπει να καταφύγει στη χρησιμοποίηση αντικειμενικών ηλεκτροφυσιολογικών μεθόδων. 
    Eάν οι υποκειμενικές μέθοδοι ελέγχου της ακοής στις ηλικίες που αναφέρθηκαν ενταχθούν στην καθημερινή παιδιατρική πράξη, όπως έχει ενταχθεί ο έλεγχος της όρασης με τα οπτότυπα, είναι βέβαιο ότι ένας σημαντικός αριθμός βαρήκοων παιδιών θα διαγιγνώσκεται πολύ πιο γρήγορα και έγκαιρα και το κυριότερο από τον παιδίατρο. 

    Πιο αναλυτικά...

    Όλες οι τεχνικές με τις οποίες ελέγχεται η ακοή στηρίζονται στην παρατήρηση της ορατής μεταβολής της αντανακλαστικής συμπεριφοράς του παιδιού, η οποία προκαλείται από την επίδραση σχετικώς αιφνίδιων και έντονων ακουστικών ερεθισμάτων. Γίνεται σε παιδιά ημερών μέχρι 6 μηνών, με ακουστικά ερεθίσματα στον ελεύθερο χώρο ή κοντά στο αυτί περίπου 10 εκατοστά, έντασης 50-80-100 dB και σε τρεις ομάδες συχνοτήτων 125-500 Hz, 1000-2000 Hz και 2500-8000 Hz. 

    Οι αντιδράσεις των παιδιών χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: 
     Τις πρώιμες με πολύ μικρό λανθάνοντα χρόνο. 
     Τις όψιμες με σχετικά μεγάλο λανθάνοντα χρόνο 

    Στις πρώιμες αντιδράσεις ανήκουν τέσσερις αντανακλαστικές αντιδράσεις διαχωρισμένες μεταξύ τους ως εξής: 

     Το ωτοβλεφαρικό αντανακλαστικό: Σκοπός αυτής της εξέτασης είναι, να ελεγχθεί εάν εκλύεται το ωτοβλεφαρικό αντανακλαστικό και σε περίπτωση που εκλύεται, σε ποιο ηχητικό επίπεδο αυτό συμβαίνει. Το νεογνό κλείνει γρήγορα τα βλέφαρα ή τα σφίγγει αν είναι κλειστά, όταν ακούσει ένα έντονο ηχητικό ερέθισμα. Στα βρέφη με φυσιολογική ακοή το αντανακλαστικό εκλύεται σε ένταση 100-105 dB. 
    Η τεχνική που χρησιμοποιείται είναι η εξής: 
    Τοποθετείται το μεγάφωνο στη σωστή απόσταση από το αυτί του παιδιού, το οποίο μπορεί να είναι ξαπλωμένο ή να κάθεται και στην συνέχεια ρυθμίζεται η ένταση του ήχου περίπου στα 75-80 dB HL ή στα 85-90 SPL. Το παιδί παρακολουθείται με προσοχή και η ένταση του ήχου αυξάνεται κατά 5 dB κάθε φορά μέχρι τη στιγμή που θα εκλυθεί το ωτοβλεφαρικό αντανακλαστικό. Η εξέταση συνεχίζεται με τη χορήγηση της επόμενης συχνότητας της δοκιμασίας. 
     Το αντανακλαστικό του Moro: Η αντίδραση του νεογνού στο ακουστικό ερέθισμα είναι στην αρχή μια αντανακλαστική κίνηση των άνω άκρων και στη συνέχεια μια έκταση των ποδιών και μια κίνηση εναγκαλισμού. Στα βρέφη με φυσιολογική ακοή το αντανακλαστικό εκλύεται όταν η ένταση του ήχου είναι 80-85 dB. 
     Το αντανακλαστικό της αφύπνισης και της ηρεμίας: Το νεογνό που κοιμάται αφυπνίζεται και το ανήσυχο ηρεμεί όταν ακούσει έναν έντονο ήχο (70-75 dB). Το βάθος του ύπνου, το οποίο εξετάζεται με την επαφή των δαχτύλων του εξεταστή με τα βλέφαρα του παιδιού, πρέπει να είναι κατάλληλο(ελαφρύ), ώστε να γίνει η εξέταση. 
    Η τεχνική που χρησιμοποιείται είναι η εξής: 
    Αφού τοποθετηθεί η ηχητική πηγή στην σωστή απόσταση( συνήθως μισό μέτρο) από το αυτί του παιδιού που κοιμάται, παρατηρείται το παιδί με προσοχή και χορηγούνται τόνοι έντασης 50 dB HL της υψηλότερης συχνότητας της δοκιμασίας. Εάν το παιδί δεν αφυπνισθεί, αυξάνεται το επίπεδο της έντασης κατά 5 ή 10 dB κάθε φορά μέχρι το παιδί να αφυπνισθεί . Όταν το παιδί επανέλθει στο σωστό βάθος ύπνου, η διαδικασία επαναλαμβάνεται με την δεύτερη συχνότητα της εξέτασης. Σημαντικό ρόλο κατά την διάρκεια της εξέτασης παίζει η ησυχία που πρέπει να επικρατεί, διότι υπάρχει περίπτωση η εξέταση να επηρεαστεί από εξωτερικούς ήχους. 

     Ακοομετρία της αναπνοής: Με την δοκιμασία αυτή ελέγχεται η ακουστική λειτουργία με την καταγραφή των μεταβολών της αναπνοής. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την εκτίμηση την ακοής κατά την νεογνική ηλικία. 
    Η τεχνική που χρησιμοποιείται είναι η έξης:
    Αρχικά τοποθετείται το παιδί σε ύπτια θέση στην κλίνη. Στην συνέχεια, χορηγείται ένας τόνος διάρκειας 1-2 sec και συχνότητας 250 ή 500 Ηz, όταν η αναπνοή του παιδιού είναι ομαλή. Η εξέταση αρχίζει από τον ήχο με μηδενική ένταση και αυξάνεται κατά 5 dB κάθε φόρα, μέχρι να μεταβληθεί ο ρυθμός της αναπνοής. Μετά την απάντηση και την επάνοδο της αναπνοής στον κανονικό της ρυθμό, επαναλαμβάνεται η διαδικασία με άλλη συχνότητα από την προηγουμένη εξέταση. Τέλος, εάν το παιδί είναι ανήσυχο ή παρουσιάζει σωματικές ανωμαλίες, μπορεί να είναι αδύνατον να εφαρμοσθεί η διαδικασία.

    τεχνική απόσπασης προσοχής (από 6 έως 18 μηνών). Eίναι η δοκιμασία που

    τεχνική απόσπασης προσοχής από 6 έως 18 μηνών
    χρησιμοποιείται μετά την ηλικία των 6 μηνών και μέχρι το 18ο μήνα. H δοκιμασία αυτή εκμεταλλεύεται το βασικό αναπτυξιακό χαρακτηριστικό αυτής της ηλικίας που συνίσταται στο ότι τα μωρά δε μπορούν να διατηρήσουν την προσοχή τους σε ένα ερέθισμα πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Για την εξέταση το μωρό πρέπει να βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας και συμμετέχουν 2 εξεταστές. O ένας κάθεται μπροστά από το μωρό και ο άλλος στέκεται όρθιος πίσω από τη μητέρα και έξω από το πεδίο όρασης του μωρού. O εξεταστής που βρίσκεται εμπρός αποσπά την προσοχή του παιδιού με ένα αντικείμενο, το οποίο στη συνέχεια το
    Υποκειμενική ακουομετρία τεχνική απόσπασης προσοχής
    κρύβει. Tη στιγμή που το κρύβει, ο άλλος εξεταστής που βρίσκεται από πίσω προκαλεί με ειδικές κουδουνίστρες ήχους συγκεκριμένης έντασης και συχνότητας στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο και σε απόσταση 50 εκατ. από το κάθε αυτί. Tο μωρό που ακούει γυρίζει γρήγορα το κεφάλι του και εντοπίζει τον ήχο. Συνήθως, χρησιμοποιούνται ειδικές κουδουνίστρες που προκαλούν ήχους εντάσεως 40db στα 3.000 και 6.000 Hz, μπορούμε, όμως, να χρησιμοποιήσουμε και άλλες ηχητικές πηγές.

    Η ομιλητική ακουομετρία. Eφαρμόζεται σε παιδιά ηλικίας 18 μηνών έως 2,5
    ομιλητική ακουομετρία παιδιά ηλικίας 18 μηνών έως 2,5 χρονών
    χρονών
    . Bασίζεται στο γεγονός ότι σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά κατανοούν αρκετές λέξεις και έχουν την ικανότητα να υπακούουν σε απλές εντολές. 

    Έτσι, τους ζητάμε με χαμηλή φωνή και καλύπτοντας με το χέρι μας το στόμα μας ώστε να μην κάνουν χειλεοανάγνωση, να μας δώσουν αντικείμενα ή εικόνες που έχουμε τοποθετήσει εμπρός τους. Συνήθως,

    χειλεοανάγνωση διακριτική ικανότητα σε ηχητικά λέξεις ομιλητική ακουομετρία
    χρησιμοποιούμε λέξεις που μοιάζουν ηχητικά μεταξύ τους όπως π.χ. "δώσε μου την κούκλα" ή "δώσε μου την κούπα", ώστε να ελέγχουμε τη διακριτική τους ικανότητα σε παρόμοιες ηχητικά λέξεις.







    παιχνιδοακουομετρία δηλαδή το παιδικό ακοόγραμμα με μορφή
    παιχνιδοακουομετρία ακουομετρία οπτικής ενίσχυσης
    παιχνιδιού εφαρμόζεται σε νήπια 2 χρόνων και μεγαλύτερα, είναι εύκολο, άνετο και ευχάριστο για τα μικρά παιδάκια που με αυτό τον τρόπο συνεργάζονται ιδανικά, αφού μετριέται η ακοή τους ενώ αυτά παίζουν. 
    Για παιδιά ηλικίας από 3 ως 7 ετών είναι η καλύτερη μέθοδος υπολογισμού της ακοής. Ε
    φαρμόζεται σε παιδιά που αναπτυξιακά έχουν την ικανότητα να διδαχθούν να κάνουν μία κίνηση όταν ακούνε έναν ήχο. Έτσι, τους μαθαίνουμε να ρίχνουν ένα μικρό αντικείμενο σε ένα καλάθι κάθε φορά που ακούνε κάποιον ήχο. Tο παιδί ανταποκρίνεται στο ηχητικό ερέθισμα μέσα από το παιχνίδι. Eδώ ο εξεταστής μαθαίνει στο παιδί ηχητικά παιχνίδια (παράδειγμα : κάθε φορά που ακούμε ήχο ρίχνουμε έναν κύβο στο κουτί). Yπάρχει ποικιλία παιχνιδιών στην παιχνιδοακουομετρία, τα οποία δημιουργούν ευχάριστη και ενδιαφέρουσα εξεταστική ατμόσφαιρα για το παιδί και επιτυγχάνεται έτσι η λήψη τονικού ακουογράμματος.

    Επιπλέον χρησιμοποιείται ακουομετρία οπτικής ενίσχυσης(κινούμενα και ακουομετρία ελευθέρου πεδίουφωτιζόμενα παιχνίδια με την ανταπόκριση του παιδιού στο ηχητικό σήμα),ακουομετρία αντίδρασης προσανατολισμού(παιχνίδια και στις δύο πλευρές ελέγχουν την εντόπιση). Οι συνομολογούμενες ανταποκρίσεις στο ακουστικό ερέθισμα παρέχουν ενίσχυση της μεθόδου που επιτρέπει μετρήσιμες αντιδράσεις και παράταση του ενδιαφέροντος για τις συνθήκες του τεστ από την πλευρά του εξεταζόμενου.


    Σε περίπτωση που η συνεργασία με το παιδί δεν είναι δυνατή και δεν επιφέρει αποτελέσματα, τότε τροποποιούνται και διαμορφώνονται ανάλογα όλες οι προηγούμενες μέθοδοι. Ο εξεταστής των παιδιών, είναι καλό να γνωρίζει ότι ακόμα παρά την υπομονή του, την επιμονή του και την αγάπη του, πολλές φορές δεν είναι δυνατόν στην πρώτη επίσκεψη να προσδιοριστεί ο βαθμός βαρηκοΐας του παιδιού. Η πλήρης ακουστική ικανότητα ενός παιδιού μπορεί να προσδιοριστεί μετά από 2 ή 3 επισκέψεις. 








     

     
     Αντικειμενική ακουομετρία


     
     



    Τυμπανομετρία


    Με δυο λόγια... 

    Αυτή η εξέταση μετρά την κίνηση του τυμπάνου. Η τυμπανομετρία είναι μία πολύ σημαντική εξέταση με την οποία μπορούμε με ακρίβεια να διαγνώσουμε την ύπαρξη υγρού πίσω από το τύμπανο, ιδιαίτερα στις δύσκολες και αμφίβολες περιπτώσεις. Διενεργείται με την είσοδο στο αυτί ενός μαλακού σωληνίσκου μέσω του οποίου εκπέμπεται ήχος. Το αποτέλεσμα της εξέτασης αναπαριστάνεται γραφικά (τυμπανόγραμμα).

     

    Η συσκευή (τυμπανογράφος)

     

     τυμπανογραφος Τυμπανογραμμα Παιδι

     

    μέσω ενός πλαστικού βύσματος του αυτιού, χορηγεί ήχο και αυξομειώνει την πίεση του αέρα στον έξω ακουστικό πόρο, αναγκάζοντας έτσι το τύμπανο να κινηθεί. 





    Ο τυμπανογράφος μετρά την ανάκλαση του ήχου και καταγράφει (τυμπανόγραμμα) το πόσο καλά κινείται το τύμπανο και πόση είναι η πίεση στο μέσο αυτί και παράγει μια φυσιολογική καμπύλη(τύπου A).


    τυμπανογραμμα τυπου A
     

    Οτιδήποτε εμποδίζει την φυσιολογική κίνηση του τυμπάνου( όπως το υγρό και η ωτίτιδα)παράγει παθολογική καμπύλη(πχ τύπου B)

     
                                                    Εκκριτικη ωτιτιδα      Μεση ωτιτιδα
                                                             (υγρο)              
     

    Η απόφραξη της ευσταχιανης σάλπιγγας(πχ από ρινίτιδα η κρεατακια) προκαλεί ελάττωση της πιέσεως στο μέσο αυτί και μετατόπιση της καμπύλης(τύπου C).


    τυμπανογραφημα τυπου C


    περισσότερα... 

    Αποτελεί βασική και μία πολύ σημαντική εξέταση,στην εκκριτική

    ωτίτιδα αφού μπορούμε με ακρίβεια να διαγνώσουμε την ύπαρξη υγρού ιδιαίτερα στις δύσκολες και αμφίβολες περιπτώσεις. Επίσης σε όλες τις περιπτώσεις βαρηκοΐας αγωγιμότητας.

    Προηγείται πάντοτε της μελέτης του ακουστικού αντανακλαστικού  στη βαρηκοΐα αντιλήψεως(νευροαισθητήριο).

    Η μελέτη του ακουστικού αντανακλαστικού γίνεται επίσης με τον

    τυμπανογράφο αφού κάθε δυνατός ήχος προκαλεί προστατευτική σύσπαση δυο πολύ μικρών μυών (τείνων το τύμπανο μυς και μυς του αναβολέα) στο μέσο αυτί που καθηλώνουν το τύμπανο και την κίνηση του που καταγράφει όπως προαναφέραμε η συσκευή. Έτσι στα παιδιά  ανευρίσκεται ο ουδός(ελάχιστη ένταση ήχου)εκλύσεως των αντανακλαστικών και διαγιγνώσκεται η βαρηκοΐα αντιλήψεως ενώ στους ενηλίκους εξετάζεται κυρίως η κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού και γίνεται τοπογραφική διαφοροδιαγνωση κεντρικής από περιφερική βλάβη(ακουστικό νευρίνωμα).

    Η όλη διαδικασία είναι απλή προσαρμόζοντας στα αυτιά του αρρώστου ένα ακουστικό και ένα πλαστικό βύσμα χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεργασία του. Μέχρι την ανακάλυψη των ακουστικών προκλητών δυναμικών(ABR) και των ωτοακουστικων εκπομπών(OAEs) προ λίγων ετών αποτελούσαν την μόνη αντικειμενική μέθοδο  για τη διάγνωση της βαρηκοΐας στα παιδιά και τους υποκρινόμενους. Και σήμερα όμως αποτελεί βασική εξέταση γιατί είναι πολύ γρήγορη και πρακτική και συνδυάζεται με τις νεότερες για την εξαγωγή ασφαλέστερου συμπεράσματος περί του επιπέδου ακοής ενός παιδιού.

    Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν διενεργούμε τυμπανομετρία σε βρέφη (0-12 μηνών) και ιδίως σε νεογνά. Ο ήχος, που εκπέμπεται πρέπει να είναι 1000Hz. Οποιοσδήποτε άλλος ήχος (πχ 220Hz), όπως συνήθως αλλά λανθασμένα εφαρμόζεται, καθιστά την εξέταση άκυρη στη νεογνική-βρεφική ηλικία. Γενικά η τυμπανομετρία στη νεογνική ηλικία δεν είναι αξιόπιστη. Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται σε αναπτυξιακούς παράγοντες.


     

    Ακόμη περισσότερα...

     





    Η τυμπανομετρία, ή ακουομετρία σύνθετης αντίστασης, είναι μία από τις μεθόδους της αντικειμενικής ακουομετρίας και βασίζεται στην μέτρηση της ηλεκτροακουστικής αντίστασης του αυτιού που δημιουργείται μετά από εκπομπή ήχου μέσα στο αυτί. Αντίθετα από την τονική ακουομετρία αυτή η μέθοδος δεν δίνει ποσοτική ένδειξη της απώλειας της ακοής αλλά εντοπίζει την φύση της ακουστικής βλάβης με μεγαλύτερη ακρίβεια από ότι η μέθοδος της τονικής ακουομετρίας. Έτσι λοιπόν, μπορεί να εξακριβωθεί αν η απώλεια της ακοής είναι νευροαισθητηριακής φύσης ή είναι βαρηκοΐα αγωγιμότητας, αν υπάρχει βλάβη στο μέσο αυτί και πού οφείλεται αυτή. Η μέθοδος επιτρέπει μια σειρά από μετρήσεις που γίνονται με διαφορετικά διαγνωστικά τεστ της μεθόδου και δίνουν ενδείξεις για:
     1. την πίεση του μέσου αυτιού
     2. την κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης
     3. την λειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας
     4. την λειτουργία και κινητικότητα των οσταρίων του μέσου αυτιού
     5. το κατώφλι του ακουστικού ανταν
    ακλαστικού (acoustic reflex) 

     6. την ύπαρξη μη οργανικής βαρηκοΐας
    Η ύπαρξη ή μη της νευροαισθητηριακής απώλειας της ακοής μπορεί να διαπιστωθεί με το τεστ του ακουστικού αντανακλαστικού αλλά ο βαθμός απώλειας δεν καθορίζεται με ακρίβεια. 



    Ακουστικά αντανακλαστικά (Acoustic Reflexes)

    Τα ομόπλευρα (Ipsilateral) και ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) ακουστικά αντανακλαστικά εκτελούνται, για να αξιολογηθεί η ακεραιότητα της οδού του ακουστικού αντανακλαστικού. Ο ουδός (κατώφλι, κατώτατο όριο, ελάχιστη ένταση ήχου)) εκλύσεως του ακουστικού αντανακλαστικού, μετράται στα 500, 1000, και 2000 Hz. Δοκιμές στα 4000 Hz δεν συνιστώνται, διότι πολλοί άνθρωποι με φυσιολογική ακοή έχουν αυξημένο ουδό  αντανακλαστικού σε αυτή τη συχνότητα (Gelfand, 1984? Silman & Silverman, 1991).


    Τα ομόπλευρα (Ipsilateral) και ετερόπλευρα (αντίπλευρα contralateral) ακουστικά αντανακλαστικά εκτελούνται, για να αξιολογηθεί η ακεραιότητα της οδού του ακουστικού αντανακλαστικού



    Ο φυσιολογικός ουδός κυμαίνεται περίπου από 85 έως 100 dB SPL για ερεθίσματα καθαρού τόνου (Gelfand, 1984), και 70-75 dB SPL (10-20 dB χαμηλότερα)  για ευρυζωνικούς θορύβους (BBN). (Margolis, 1993)

    • Αγώγιμη παθολογία: Το ακουστικό αντανακλαστικό:
      • συνήθως απουσιάζει στο αυτί με τον αισθητήρα, επειδή η παθολογία αποτρέπει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις αλλαγές στην σύνθετης αντίστασης. Μπορεί να παράγεται στο 50% των περιπτώσεων, όταν η βαρηκοΐα είναι = 5 dB (Jerger 1974). Η απουσία του στα 1000 Hz στα 110 dB HL είναι ισχυρή ένδειξη αγώγιμης παθολογίας.
      • τυπικά αυξημένο στο αυτί με το ερέθισμα, κατά το ποσοστό  της βαρηκοΐας αγωγιμότητας(του χάσματος ακοής αέρος-οστού). Απόν εάν η βαρηκοΐα είναι πάνω ​​από τη δυνατότητα του μέγιστου επίπεδου ερεθίσματος (gap: 42 dB, max: 125 dB). Μπορεί να παράγεται στο 50% των περιπτώσεων, όταν η βαρηκοΐα είναι = 27 dB (Jerger 1974, max: 110dB)
    • Νευροαισθητήρια παθολογία: Ο ουδός εξαρτάται από την απώλεια της ακοής. Σε βαρηκοΐες μικρότερες των 60 dB το αντανακλαστικό είναι παρόν.
    • Οπισθοκοχλιακή παθολογία: Ο ουδός είτε είναι αυξημένος(> 90% των περιπτώσεων) πάνω από ότι θα ήταν σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής ή απουσιάζει.

    Συνήθως, οι βλάβες στις κοχλιακές περιοχές παράγουν μια αλλαγή στο κατώφλι του ακουστικού αντανακλαστικού μόνο για τα ερεθίσματα του θορύβου ευρείας ζώνης, όχι για ερεθίσματα καθαρού τόνου, έως ότου η απώλεια ακοής υπερβαίνει περίπου τα 60 dB HL. Όταν η απώλεια ακοής είναι κοχλιακής προέλευσης και η απώλεια υπερβαίνει τα 60 dB HL, μπορεί να υπάρχει μια αύξηση στο όριο του ακουστικού αντανακλαστικού ακόμη και για ερεθίσματα καθαρού τόνου. Ο προσδιορισμός του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις νευροαισθητήριας απώλεια ακοής και να παρέχει διαφορική διάγνωση της βλάβης ακοής.
    Σε ασθενείς με οπισθοκοχλιακή βλάβη (ακουστικού-κρανιακού νεύρου VIII και χαμηλά στο εγκεφαλικό στέλεχος), το ακουστικό αντανακλαστικό μπορεί να είναι αυξημένο ή να απουσιάζει. Ένας ασυνήθιστα υψηλός ουδός ή απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL είναι στοιχεία που να υποστηρίζουν μια οπισθοκοχλιακή της βλάβη.

    Όταν η απώλεια ακοής είναι κοχλιακής προέλευσης και η απώλεια υπερβαίνει τα 60 dB HL, μπορεί να υπάρχει μια αύξηση στο όριο του ακουστικού αντανακλαστικού ακόμη και για ερεθίσματα καθαρού τόνου. Όταν το ακουστικό αντανακλαστικό είναι παρόν η απώλεια της ακοής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 dB HL. Ο προσδιορισμός του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις νευροαισθητήριας απώλεια ακοής και να παρέχει διαφορική διάγνωση της βλάβης ακοής.

    Η ανεύρεση του ουδού δεν επηρεάζεται από την κατεύθυνση αλλά προτιμάται η φθίνουσα μέθοδος απ 'ότι την αύξουσα (Jepsen 1963), με βήματα 5 dB για καθαρό ήχο και 1 ή 2 dB για BBN

    Τα αντανακλαστικά είναι κανονικά παρόντα για αρκετά δυνατούς ήχους, σε σχέση με την ικανότητα ακοής.

    • Κανονικά χρειάζεται ήχος 70-90 dB για να παραχθεί ένα αντανακλαστικό σε ένα άτομο με φυσιολογική ακοή, ή ένα άτομο με ήπια έως μέτρια κοχλιακή απώλεια ακοής. Ο ουδός του αντανακλαστικού είναι συνήθως 10-20 dB κάτω από το όριο δυσφορίας. 
    • Τα αντανακλαστικά μπορεί να απουσιάζουν ακόμη και σε πιο δυνατά ερεθίσματα σε άτομα με:
      • Αγώγιμη απώλεια ακοής
        • Ωτοσκλήρυνση, ή άλλη ασθένεια του μέσου ωτός. Το αντανακλαστικό μπορεί επίσης να είναι διφασικό σε πρώιμα στάδια και μετά να αναστραφεί (Ried et al, 2000)
        • Ή καθήλωση της αλύσου στο αυτί με τον αισθητήρα.
      • Σοβαρή νευροαισθητηριακή απώλεια ακοής
      •  Απώλεια ακοής τύπου νεύρου (όπως σε ακουστικό νευρίνωμα)
      • Τραυματισμός 7ου νεύρου από την πλευρά που μετράει ο αισθητήρας.


    Φυσιολογικές τιμές του ακουστικού αντανακλαστικού



    Ο φυσιολογικός ουδός κυμαίνεται περίπου από 85 έως 100 dB SPL για ερεθίσματα καθαρού τόνου (Gelfand, 1984), και 70-75 dB SPL (10-20 dB χαμηλότερα)  για ευρυζωνικούς θορύβους (BBN). (Margolis, 1993)

    • Αγώγιμη παθολογία: Το ακουστικό αντανακλαστικό:
      • συνήθως απουσιάζει στο αυτί με τον αισθητήρα, επειδή η παθολογία αποτρέπει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις αλλαγές στην σύνθετης αντίστασης. Μπορεί να παράγεται στο 50% των περιπτώσεων, όταν η βαρηκοΐα είναι = 5 dB (Jerger 1974). Η απουσία του στα 1000 Hz στα 110 dB HL είναι ισχυρή ένδειξη αγώγιμης παθολογίας.
      • τυπικά αυξημένο στο αυτί με το ερέθισμα, κατά το ποσοστό  της βαρηκοΐας αγωγιμότητας(του χάσματος ακοής αέρος-οστού). Απόν εάν η βαρηκοΐα είναι πάνω ​​από τη δυνατότητα του μέγιστου επίπεδου ερεθίσματος (gap: 42 dB, max: 125 dB). Μπορεί να παράγεται στο 50% των περιπτώσεων, όταν η βαρηκοΐα είναι = 27 dB (Jerger 1974, max: 110dB)
    • Νευροαισθητήρια παθολογία: Ο ουδός εξαρτάται από την απώλεια της ακοής. Σε βαρηκοΐες μικρότερες των 60 dB το αντανακλαστικό είναι παρόν.
    • Οπισθοκοχλιακή παθολογία: Ο ουδός είτε είναι αυξημένος(> 90% των περιπτώσεων) πάνω από ότι θα ήταν σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής ή απουσιάζει.



    Βαρηκοΐα αγωγιμότητας στο δεξιό αυτί



    Συνήθως, οι βλάβες στις κοχλιακές περιοχές παράγουν μια αλλαγή στο κατώφλι του ακουστικού αντανακλαστικού μόνο για τα ερεθίσματα του θορύβου ευρείας ζώνης, όχι για ερεθίσματα καθαρού τόνου, έως ότου η απώλεια ακοής υπερβαίνει περίπου τα 60 dB HL.




    Σε μέτρια νευροαισθητήρια απώλεια ακοής το ακουστικό αντανακλαστικό είναι φυσιολογικό



    Όταν η απώλεια ακοής είναι κοχλιακής προέλευσης και η απώλεια υπερβαίνει τα 60 dB HL, μπορεί να υπάρχει μια αύξηση στο όριο του ακουστικού αντανακλαστικού ακόμη και για ερεθίσματα καθαρού τόνου. Όταν το ακουστικό αντανακλαστικό είναι παρόν η απώλεια της ακοής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 60 dB HL. Ο προσδιορισμός του ουδού του ακουστικού αντανακλαστικού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις νευροαισθητήριας απώλεια ακοής και να παρέχει διαφορική διάγνωση της βλάβης ακοής.




    Αύξηση στον ουδό του ακουστικού αντανακλαστικού σε νευροαισθητήρια απώλεια ακοής μεγαλύτερη των 50 dB HL


    Όταν ο ουδός του ακουστικού αντανακλαστικού βρίσκεται σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα αποδίδεται σε βλάβη της κοχλιακής περιοχής.
    Σε ασθενείς με οπισθοκοχλιακή βλάβη (ακουστικού-κρανιακού νεύρου VIII και χαμηλά στο εγκεφαλικό στέλεχος), το ακουστικό αντανακλαστικό μπορεί να είναι αυξημένο ή να απουσιάζει. Ένας ασυνήθιστα υψηλός ουδός ή απουσία του ακουστικού αντανακλαστικού, με απώλεια ακοής λιγότερο από 60 dB HL είναι στοιχεία που να υποστηρίζουν μια οπισθοκοχλιακή της βλάβη.





    Κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού (Reflex Decay)


    Κόπωση του ακουστικού αντανακλα
    στικού είναι η μείωση του μεγέθους του ακουστικού αντανακλαστικού κατά τη διάρκεια ενός παρατεταμένου ερεθίσματος. Η κόπωση του αντανακλαστικού μετριέται μόνο στα 500 και 1000 Hz, διότι η ταχεία προσαρμογή είναι συχνή σε υψηλότερες συχνότητες, όπως φαίνεται στην κατωτέρω εικόνα. 


    Η κόπωση του αντανακλαστικού μετριέται μόνο στα 500 και 1000 Hz, διότι η ταχεία προσαρμογή είναι συχνή σε υψηλότερες συχνότητες
    Το ακουστικό ερέθισμα είναι 10 db πάνω από τον ουδό του αντανακλαστικού για 10 sec σε διαφορετικές συχνότητες. Συνήθως η κόπωση του αντανακλαστικού γίνεται μεγαλύτερη καθώς η συχνότητα γίνεται υψηλότερη ,στην περίπτωση αυτή, στα 4000 HZ η κόπωση του αντανακλαστικού είναι περισσότερο από 50% μετά από 10 sec.

    Η κόπωση του αντανακλαστικού τυπικά μετράται ετερόπλευρα (αντίπλευρα). Η κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού δεν είναι φυσιολογική, αν το εύρος της απόκλισης του ακουστικού αντανακλαστικού μειώνεται περισσότερο από 50% κατά τη διάρκεια των πρώτων 10 δευτερολέπτων. Παθολογική κόπωση του ακουστικού αντανακλαστικού σχετίζεται με οπισθοκοχλιακές παθολογίες (πχ ακουστικό νευρίνωμα).

    Κόπωση ακουστικού αντανακλαστικού Reflex decay
     
    Κόπωση ακουστικού αντανακλαστικού Reflex decay



    Σε ακουστικό νευρίνωμα το τυμπανόγραμμα είναι φυσιολογικό άμφω, αλλά δεν εκλύονται ακουστικά αντανακλαστικά με την ακουστική διέγερση στο πάσχων αυτί. Όταν η κεφαλή μέτρησης ήταν στο υγιές αυτί, σύσπαση του μυός του αναβολέα παρατηρήθηκε μόνο με ομόπλευρο (ipsi) διέγερση. Όταν το άκρο μέτρησης ήταν στο πάσχων αυτί, η σύσπαση του μυός του αναβολέα παρατηρήθηκε μόνο όταν το ακουστικό ερέθισμα δόθηκε αντίθετα (contra).


    Τα ακουστικά αντανακλαστικά δεν εκλύονται με την ακουστική διέγερση στο πάσχων(αριστερό) αυτί.


    Ακουστικά αντανακλαστικά σε ακουστικό νευρίνωμα στο αριστερό αυτί



    Επειδή απαιτούνται πολλές τεχνικές λεπτομέρειες για την περιγραφή όλων των τεστ της μεθόδου αυτής, αναφερόμαστε μόνο στο κυριότερο διαγνωστικό τεστ της μεθόδου που φέρει το όνομά της και είναι η τυμπανομετρία. Η τυμπανομετρική εξέταση μας δίνει μια εικόνα της κατάστασης του μέσου αυτιού. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα κατά την ακουολογική αξιολόγηση των παιδιών, διότι τα παιδιά υποφέρουν συχνά από παθήσεις του μέσου αυτιού όπως οι ωτίτιδες που, όταν συμβαίνουν συχνά, επιβαρύνουν την πρόσληψη και την ανάπτυξη του λόγου. Επίσης χρησιμοποιείται για την ακουολογική εξέταση παιδιών και ενηλίκων με ειδικές ανάγκες (π.χ. νοητική υστέρηση), μια και ο χρόνος μέτρησης είναι ελάχιστος (60-90 sec ανά αυτί) και τα αποτελέσματα είναι αντικειμενικά, δηλαδή δεν εξαρτώνται από την συγκέντρωση, την ικανότητα ή την διάθεση του εξεταζόμενου.  

    Κατά την τυμπανομετρική εξέταση μετριέται η κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης κατά την διάρκεια μεταβολών πίεσης του αέρα που δημιουργούνται στον έξω ακουστικό πόρο με την εκπομπή ηχητικού σήματος συχνότητας 220 Ηz. Η είσοδος του ήχου στην κοιλότητα του ακουστικού πόρου δημιουργεί πίεση αέρος. Στο φυσιολογικό μοντέλο, όσο αυξάνεται η πίεση στο έξω αυτί τόσο ευρύνεται η κοιλότητα του έξω ακουστικού πόρου με την ευκαμψία της τυμπανικής μεμβράνης, έτσι ώστε η πίεση του αέρα στο έξω και μέσο αυτί να είναι ίση με την ατμοσφαιρική πίεση. Τότε η τυμπανική μεμβράνη έχει την μέγιστη κινητικότητα. Αν η κινητικότητα της τυμπανικής μεμβράνης είναι μικρότερη του φυσιολογικού τότε η πίεση που δημιουργείται στο έξω αυτί με την εκπομπή του ήχου είναι μεγαλύτερη από του μέσου αυτιού. Η τιμή πίεσης στο μέσο αυτί είναι αρνητική και αποτελεί διαγνωστική ένδειξη για την κατάσταση της τυμπανικής μεμβράνης. Οι διάφορες αποκλίσεις στην κινητικότητα της μεμβράνης από το φυσιολογικό μπορούν να ερμηνευτούν διαγνωστικά και αναπαριστούνται με γραφικές παραστάσεις, τα τυμπανογραφήματα (βλ. εικόνες ανωτέρω). Παραδείγματος χάριν, αν υπάρχει δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας, τότε δημιουργείται αρνητική πίεση στο μέσο αυτί. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι δεν γίνεται καλή εξαέρωση στο μέσο αυτί με αποτέλεσμα να απορροφηθεί ο στατικός αέρας που υπάρχει μέσα (καμπύλη τύπου C). Επίσης, το κλείσιμο της ευσταχιανής σάλπιγγας μπορεί να δημιουργήσει υγρό στο μέσο αυτί με αποτέλεσμα την μείωση της κινητικότητας της τυμπανικής μεμβράνης και την δημιουργία αρνητικής πίεσης στο μέσο αυτί (καμπύλη τύπου B).



    Γενικώς η τυμπανομετρία: 

    • 1) βοηθά στη διάγνωση όταν η ωτοσκόπηση είναι δύσκολη ή αμφίβολη, 
    • 2) επιβεβαιώνει την ωτοσκοπική διάγνωση, ιδιαίτερα όταν η τυμπανική μεμβράνη είναι αδιαφανής και 
    • 3) επιτρέπει τον ομαδικό ακουολογικό έλεγχο. 

    Επιπλέον, είναι σημαντική για την εκτίμηση: 

    •  Της μέσης ωτίτιδας 
    •  Του χολοστεατώματος 
    •  Του υγρού της τυμπανικής κοιλότητας 
    •  Των ουλών ή της πάχυνσης του τυμπανικού υμένα 
    •  Της καθήλωσης των οσταρίων 
    •  Της διακοπής της συνέχειας των οσταρίων 
    •  Της πίεσης του μέσου αυτιού 
    •  Της λειτουργίας της ευσταχιανής σάλπιγγας 
    •  Της κινητικότητας της τυμπανικής μεμβράνης 
    •  Της ύπαρξης ή μη οργανικής βλάβης 

     

     



                                                                                                                          
     

    Ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕ )

    Ωτοακουστικές εκπομπές σε παιδι
    OAEs


    Με δυο λόγια... 

    Οι ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕs) είναι ήχοι χαμηλής έντασης που παράγονται φυσιολογικά από τα κύτταρα του εσωτερικού αυτιού. Εάν χορηγηθεί ήχος τα κύτταρα αυτά εκπέμπουν επίσης μία ηχητική απάντηση την οποία καταγράφουμε με ειδικό μικρόφωνο.  Παράγονται σε φυσιολογικά επίπεδα, σε φυσιολογική ακοή ή μικρού βαθμού βαρηκοΐα μέχρι 30 dB. Προσφέρουν, με αυτόν τον τρόπο, μία άμεση εκτίμηση της λειτουργικής κατάστασης του οργάνου της ακοής.
    Η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά ως εργαλείο καταγραφής για να διαπιστώσουμε την παρουσία ή όχι της κοχλιακής λειτουργίας αν και η ανάλυση μπορεί να επιτελεστεί και για ιδιαίτερες συχνοτικές περιοχές του κοχλία.
    Οι ωτοακουστικές εκπομπές(ΟΑΕ) δε μπορούν να περιγράψουν πλήρως τ' ακουστικά κατώφλια(ουδό) ενός ατόμου, όμως βοηθούν σημαντικά την επικύρωση ή αμφισβήτηση άλλων μετρήσεων.
    Είναι γρήγορη ανώδυνη και αντικειμενική εξέταση ακοής ιδανική για παιδιά.
    Για την εφαρμογή της μεθόδου εισάγεται στον ακουστικό πόρο καθετήρας(καλώδιο) με μαλακό εύκαμπτο άκρο που περιέχει μικρόφωνο και μινιατούρα ηχείου. Καθώς το βρέφος κοιμάται, ήχοι παράγονται από τον πομπό και καταγράφονται ακολούθως οι ακουστικές αποκρίσεις από τον κοχλία.


    Διακρίνονται σε αυτόματες και προκλητές. Οι αυτόματες ωτοακουστικές εκπομπές παράγονται χωρίς την ύπαρξη εξωτερικών ακουστικών ερεθισμάτων και παρατηρούνται στο 50-60% των φυσιολογικών ατόμων. Οι προκλητές δημιουργούνται με τη χορήγηση εξωτερικών ακουστικών ερεθισμάτων και ανιχνεύονται σε σχεδόν όλους τους φυσιολογικά ακούοντες. Λόγω του ότι οι ωτοακουστικές εκπομπές και ιδιαίτερα οι προκλητές, δεν παράγονται σε βαρηκοΐες μεγαλύτερες των 35-40 dB, η κλινική τους αξιοποίηση αναγκαστικά περιορίζεται στην ανίχνευση φυσιολογικής ακοής όταν υπάρχει, καθιστώντας τις ένα χρήσιμο εργαλείο σε μαζικά προγράμματα περιγεννητικού ελέγχου ακοής (screening tests).


    Φυσιολογική καταγραφή Παροδικά Προκλητών Ωτοακουστικών Εκπομπών σε νεογνό



    Μη καταγραφή ωτοακουστικών εκπομπών σε βρέφος με βαρηκοΐα


    Η ακουομετρία καθαρού τόνου μετρά διαμέσου του έξω αυτιού, μέσου αυτιού, κοχλία, όγδοου κρανιακού νεύρου και του κεντρικού ακουστικού συστήματος. Οι ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕ) μετρούν μονάχα το περιφερικό ακουστικό σύστημα(μέχρι και τον κοχλία). Η ανταπόκριση εκπορεύεται μόνο από τον κοχλία, αλλά το μέσο και το έξω αυτί πρέπει να είναι χωρίς παθολογία ικανά να μεταδώσουν τον εκπεμπόμενο ήχο πίσω στο μεγάφωνο.


     

    περισσότερα...

    Το παιδί πρέπει να είναι ήρεμο ώστε να μην παράγονται παράσιτα, προτιμότερο να κοιμάται, για αυτό συνιστούμε τη λήψη γάλακτος λίγο πριν την εξέταση. Στα νεογνά εκμεταλλευόμαστε τα μεγάλα διαστήματα ύπνου.

    Ο απλός ανιχνευτικός έλεγχος με ωτοακουστικές εκπομπές, όταν είναι ικανοποιητικές οι συνθήκες εξέτασης, διαρκεί λίγα λεπτά. Η καταγραφή και των δύο ειδών ωτοακουστικών εκπομπών διαρκεί λίγο περισσότερο.
    Οι ωτοακουστικές εκπομπές (ΟΑΕs) είναι ήχοι χαμηλής έντασης που παράγονται από το φυσιολογικό κοχλία(εσωτερικό αυτί) και ανιχνεύονται στον αποφραγμένο με ένα καλώδιο έξω ακουστικό πόρο, με ειδική συσκευή που είναι συνδεδεμένη με υπολογιστή. Η παραγωγή τους σχετίζεται με τη φυσιολογική λειτουργία των έξω τριχωτών κυττάρων του κοχλία, που διαθέτουν ηλεκτρομηχανικές ιδιότητες και συμβάλουν στην ενίσχυση του ήχου από τον κοχλία. 

    Η καταγραφή των ΟΑΕ προϋποθέτει φυσιολογικό και καθαρό, χωρίς βύσματα ή υγρά ακουστικό πόρο και ελεύθερο μέσο αυτί(χωρίς ωτίτιδα η υγρό).

     Διακρίνονται σε αυτόματες και προκλητές. 

    Οι αυτόματες ωτοακουστικές εκπομπές παράγονται χωρίς την ύπαρξη εξωτερικών ακουστικών ερεθισμάτων και παρατηρούνται στο 50-60% των φυσιολογικών ατόμων. 

    Οι προκλητές δημιουργούνται με τη χορήγηση εξωτερικών ακουστικών ερεθισμάτων και ανιχνεύονται σε σχεδόν όλους τους φυσιολογικά ακούοντες. 

    Οι αυτόματες ωτοακουστικές εκπομπές(SOAE), οι προκλητές παροδικές ωτοακουστικές εκπομπές (ΤΕΟΑΕ) και οι ωτοακουστικές εκπομπές προϊόντων ακουστικής παραμόρφωσης (DPOAE) παράγονται σε φυσιολογικά επίπεδα, σε άτομα με φυσιολογική ακοή ή με μικρού βαθμού έκπτωση της ακοής μέχρι 30 dB.
    Η ανάλυση των ωτοακουστικών εκπομπών (ΟΑΕ) αποτελεί την πιο την πιο αξιόπιστη και διαδεδομένη μέθοδο αντικειμενικής εξέτασης της κοχλιακής λειτουργίας και κατά κύριο λόγο της λειτουργίας των έξω τριχωτών κυττάρων με πάρα πολλές εφαρμογές σε παιδιά και ενήλικες. Η μέθοδος ΟΑΕ χρησιμοποιείται σαν ανιχνευτική εξέταση της ακοής νεογνών, στον έλεγχο της ακοής παιδιών, στη διαφορική διάγνωση της βαρηκοΐας, στη διάγνωση της ακουστικής νευροπάθειας, στον έλεγχο της ακοής παιδιών που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία με ωτοτοξικά φάρμακα. Στους ενήλικες, η μέθοδος χρησιμοποιείται για τη διαφορική διάγνωση της νευροαισθητήριας βαρηκοΐας, της λειτουργικής βαρηκοΐας, για τον έλεγχο και την παρακολούθηση της ακοής ατόμων που εργάζονται σε έντονο θόρυβο, για την παρακολούθηση της ακοής στη νόσο του Meniere, στην οξεία πτώση της ακοής, και στις εμβοές.

    Η εξέταση πρέπει να γίνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα νεογνά ακόμη και τα υγειή σε μαζικά προγράμματα περιγεννητικού ελέγχου ακοής (screening tests), και αν είναι φυσιολογική να ξαναγίνεται σε ένα εξάμηνο, οπότε αν και πάλι είναι φυσιολογική τελειώνει ο έλεγχος.
    Αν είναι παθολογική επαναλαμβάνεται σε ένα μήνα για επιβεβαίωση, οπότε αν οφείλεται σε υγρά της γέννας που έφραζαν τον έξω ακουστικό πόρο θα έχουν στεγνώσει. Αν και πάλι δεν παράγονται ΟΑΕs τότε γίνεται πλήρης έλεγχος με ακουστικά προκλητά δυναμικά(ABR), τυμπανομετρία, ηχητικά αντανακλαστικά.

    Πρωταρχικός σκοπός είναι η διάγνωση της βαρηκοΐας το πρώτο τρίμηνο και η έναρξη της θεραπείας και εφαρμογής ακουστικού βαρηκοΐας το πρώτο εξάμηνο της ζωής γιατί έχει αποδειχθεί ότι αυτά τα παιδιά αναπτύσσονται μετά με τις λιγότερες επιπτώσεις.

    Κατά τον έλεγχο ακοής των παιδιών, καταγραφή φυσιολογικών ωτοακουστικών εκπομπών(ΟΑΕs) αποτελεί ισχυρή απόδειξη ότι το έξω, το μέσο, και το έσω αυτί λειτουργούν φυσιολογικά. Αν δεν καταγράφονται (ΟΑΕs) γίνεται τυμπανόγραμμα. Αν από το τυμπανόγραμμα(τύπου Β) και την ωτοσκόπηση προκύπτει εκκριτική ωτίτιδα δίνονται οδηγίες για θεραπεία και παρακολούθηση. Αν όμως το τυμπανόγραμμα είναι τύπου Α τότε η μη έκκληση ΟΑΕs σε καθαρό μέσο αυτί μας βάζει την υπόνοια για μια έστω και μικρού βαθμού νευροαισθητήριο βαρηκοΐα και κάνουμε πληρέστερο έλεγχο με ακουστικά προκλητά δυναμικά(ABR), ηχητικά αντανακλαστικά, και παιγνιδοακουομετρία.


    Ο έλεγχος με ωτοακουστικές εκπομπές αποκλείει τα πιο συχνά αίτια σοβαρής και μόνιμης βαρηκοΐας (βλάβες στο εσωτερικό αυτί-κοχλίας). Επειδή οι ωτακουστικές εκπομπές παράγονται από τον κοχλία και τα έξω τριχωτά κύτταρα η εξέταση αυτή δεν αποκαλύπτει οπισθοκοχλιακή βαρηκοΐα. Υπολογίζεται ότι 15% των βαρήκοων παιδιών  είχαν φυσιολογικές ωτοακουστικές εκπομπές, οπότε ενώ περνούν τον αρχικό προληπτικό έλεγχο στη συνέχεια εμφανίζουν σοβαρή βαρηκοΐα. 

    Αυτό οφείλεται  σε 2 βασικούς λόγους. 

    Πρώτον, υπάρχουν βαρηκοΐες οι οποίες εμφανίζονται λίγο μετά τη γέννηση, οπότε τα παιδιά περνούν τον αρχικό έλεγχο με ωτοακουστικές εκπομπές. 

    Δεύτερον, υπάρχει μια ομάδα διαταραχών με το γενικότερο τίτλο ακουστική νευροπάθεια, όπου οι ωτοακουστικές εκπομπές είναι φυσιολογικές (ο συνήθης προληπτικός έλεγχος), ενώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα σε ανώτερα επίπεδα του συστήματος ακοής. 

    Οι βαρηκοΐες της πρώτης κατηγορίας προλαμβάνονται παρακολουθώντας τα φυσιολογικά στάδια ανάπτυξης της ακοής και ομιλίας. Οι βαρηκοΐες της δεύτερης κατηγορίας προλαμβάνονται με πλήρη παιδοακουολογικό έλεγχο.  Η συναξιολόγησή των ΟΑΕ με τα ευρήματα των προκλητών δυναμικών του εγκεφαλικού στελέχους και με δοκιμασίες εκτίμησης της λειτουργίας του μέσου ωτός όπως η τυμπανομετρία, βοηθάει στην αντιμετώπιση διαφόρων διαγνωστικών διλημμάτων. Για παράδειγμα, κατά την εκτίμηση ενός παιδιού, όπου η δοκιμασία των προκλητών δυναμικών του εγκεφαλικού στελέχους είναι παθολογική, η ανίχνευση φυσιολογικών ωτοακουστικών εκπομπών απομακρύνει την πιθανότητα της βλάβης του περιφερικού οργάνου της ακοής, κατευθύνοντας τη διαγνωστική σκέψη σε κεντρικότερες νευρολογικές βλάβες.

    Εάν το μωρό είναι υψηλού κινδύνου ή υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία των γονιών, τότε επιβάλλεται πλήρης έλεγχος.

    ακόμη περισσότερα...και αναλυτικά

     

    OΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΩΤΟΑΚΟΥΣΤΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ

    Δημήτρης Μπαλατσούρας

    Ακοολογικό-Νευροωτολογικό Εργαστήριο - ΩΡΛ Κλινική Τζανείου

     

    1. Εισαγωγή

    Οι ωτοακουστικές εκπομπές είναι χαμηλής έντασης ήχοι, οι οποίοι εκπέμπονται από τα έξω τριχωτά κύτταρα του κοχλία. Παράγονται από ακουστικά ερεθίσματα, όπως για παράδειγμα από μια σειρά κλικς, τα οποία χορηγούνται μέσω ακουστικού καθετήρα, ο οποίος εισδύεται στον έξω ακουστικό πόρο. Ο ακουστικός καθετήρας περιέχει μεγάφωνα, τα οποία παράγουν τα κλικς, καθώς και ένα μικρόφωνο, για την μέτρηση των παραγομένων ωτοακουστικών εκπομπών. Οι ωτοακουστικές εκπομπές αποτελούν αντικειμενική μέθοδο ακοολογικής εξέτασης1-2.

    Υπάρχουν διάφοροι τύποι ωτοακουστικών εκπομπών, οι χρησιμότερες, όμως, κλινικά κατηγορίες τους είναι δύο, οι παροδικά προκλητές (ΠΠΩΑΕ) και τα προϊόντα παραμόρφωσης (DP). Οι συσκευές ΠΠΩΑΕ εκπέμπουν ένα κλικ ευρέος φάσματος συχνοτήτων, ενώ οι DPεκπέμπουν δύο τόνους, 2 διαφορετικών συχνοτήτων. Τα πλεονεκτήματα των ωτοακουστικών εκπομπών είναι:

    • Είναι σύντομες (συχνά απαιτείται χρόνος κάτω του ενός λεπτού)
    • Είναι απλές και μπορεί να εκτελεσθούν και από μη εξειδικευμένο προσωπικό
    • Είναι αντικειμενικές, δεν επηρεάζονται δε από την προσοχή, το γνωσιακό επίπεδο και την συνεργασία του εξεταζομένου (εφόσον βέβαια παραμένει ήρεμος και ήσυχος κατά την εξέταση)
    • Καταγράφονται ανεξαρτήτως ηλικίας, από νεογνά έως υπερήλικες
    • Παρέχουν πληροφορίες για την κατάσταση του κοχλία, ξεχωριστά για έκαστο ους
    • Παρέχουν πληροφορίες για μεμονωμένες συχνότητες

    Οι ΠΠΩΑΕ είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τον μαζικό έλεγχο της παιδικής βαρηκοίας, για την επαλήθευση άλλων ακοολογικών δοκιμασιών και για την αξιολόγηση της κοχλιακής λειτουργίας. Οι DP είναι περισσότερο χρήσιμες για την αξιολόγηση βλαβών του κοχλία λόγω ωτοτοξικότητας ή θορύβου, καθώς και για την μακροχρόνια παρακολούθηση της κοχλιακής λειτουργίας. Tελευταία, χρησιμοποιούνται αρκετά και στις αυτόματες φορητές συσκευές μαζικού ελέγχου της συγγενούς βαρηκοίας. Οι ωτοακουστικές εκπομπές είναι χρήσιμες για την επαλήθευση βλαβών του μέσου ωτός, καθώς και μετρίου ή μεγάλου βαθμού βαρηκοίας, δεδομένου ότι οι φυσιολογικές εκπομπές παράγονται μόνον εάν οι ακουστικοί ουδοί είναι καλύτεροι από 30-40 dB. Η εξέταση αυτή όμως δεν μας βοηθάει στην ποσοτική εκτίμηση της βαρηκοίας και στον προσδιορισμό των ακουστικών ουδών. Επίσης, οι ωτοακουστικές εκπομπές δεν αξιολογούν την ακεραιότητα της ακουστικής νευρικής οδού κατά την μεταβίβαση των ήχων από το ακουστικό νεύρο στο εγκεφαλικό στέλεχος, και επομένως, δεν είναι χρήσιμες για την διάγνωση της ακουστικής νευροπάθειας και άλλων παθήσεων που εκδηλώνονται με οπισθοκοχλιακή βαρηκοία. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να συνδυάζονται με ακουστικά προκλητά δυναμικά.

    2. Ενδείξεις

    Α. Είναι χρήσιμες για τον προληπτικό έλεγχο των νεογνών και βρεφών για παρουσία συγγενούς βαρηκοίας. Επίσης, χρησιμοποιούνται και για τον μαζικό έλεγχο της ακοής σε παιδιατρικούς και ενηλίκους πληθυσμούς3-5.

    Β. Είναι χρήσιμες, σαν διαγνωστική εξέταση, για την αξιολόγηση της ακοής, στις κατωτέρω περιστάσεις6:

    • Νεογνά και παιδιά με κοχλιακή δυσλειτουργία
    • Σε επιβεβαίωση βλαβών του μέσου ωτός
    • Επιβεβαίωση της βατότητας τοποθετηθέντων σωληνίσκων αερισμού
    • Παιδιά και ενήλικες με αδυναμία συνεργασίας (π.χ. αυτισμός, εγκεφαλικό)
    • Παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές ή διαταραχές του λόγου
    • Σε άτομα με εμβοές, ακουστικό τραύμα, βαρηκοία εκ θορύβου ή αιφνίδια βαρηκοία
    • Άτομα με διαταραχές της ακουστικής αντίληψης
    • Άτομα με νευροαισθητήριο βαρηκοία
    • Άτομα με παθολογικές ακοολογικές δοκιμασίες
    • Επί πιθανής ψευδοϋπακουσίας
    • Για παρακολούθηση ωτοτοξικότητας σε ασθενείς προ και μετά την χορήγηση ωτοτοξικών φαρμάκων
    • Σε ακουστική νευροπάθεια, σε συνδυασμό με ακουστικά προκλητά δυναμικά
    • Σε διαφορική διάγνωση κοχλιακής-οπισθοκοχλιακής βαρηκοίας

    3. Εξοπλισμός

    Τα βασικά στοιχεία όλων των συσκευών εκτέλεσης ωτοακουστικών εκπομπών είναι7-8:

    Α. Η εξεταστική μονάδα

    Αυτή μπορεί να είναι πλήρης ανεξάρτητη μονάδα με δυνατότητα εκτέλεσης όλων των ειδών των ωτοακουστικών εκπομπών, αλλά μπορεί να είναι και μικρή συσκευή εξέτασης μόνον για screeningνεογνών. Η συσκευή μπορεί να έχει ενσωματωμένη οθόνη, αλλά μπορεί να συνδέεται και με υπολογιστή, χρησιμοποιώντας την οθόνη του υπολογιστή. Γενικά, η εξεταστική μονάδα είναι ευαίσθητη και πρέπει ο χειρισμός της να γίνεται με προσοχή και να αποφεύγεται η έκθεσή της σε ακραίες θερμοκρασίες. Σχετικά με τις δυνατότητες καταγραφής και ανάλυσης των ωτοακουστικών εκπομπών,  οι απλούστερες μικρές φορητές συσκευές, συνήθως δεν παρέχουν λεπτομερή αποτελέσματα, αλλά μόνον ένδειξη φυσιολογικού ή παθολογικού αποτελέσματος, αλλά οι πλέον εξελιγμένες ανεξάρτητες διαγνωστικές συσκευές, μπορεί να εκτελούν όλους τους τύπους εξετάσεων ωτοακουστικών εκπομπών, με πολλές δυνατότητες ρύθμισης και παραμετροποίησης. Μεταξύ των δύο, υπάρχουν όλοι οι ενδιάμεσοι τύποι, π.χ. μικρές φορητές συσκευές με λεπτομερή αποτελέσματα και διαγράμματα, ή ανεξάρτητες συσκευές με δυνατότητα εκτέλεσης μόνον ενός τύπου εξέτασης, π.χ μόνον παροδικά προκλητών ωτοακουστικών εκπομπών. Μια σύγχρονη τάση στην τεχνολογία, είναι ο συνδυασμός, σε μια πλατφόρμα, δυνατότητας εκτέλεσης πολλών εξετάσεων, π.χ. ωτοακουστικών εκπομπών, ακουστικών προκλητών δυναμικών, αλλά και πολλών άλλων ακοολογικών εξετάσεων.

    Β. Τροφοδοσία ρεύματος

    Οι περισσότερες συσκευές περιλαμβάνουν επαναφορτιζόμενη μπαταρία, ώστε να είναι δυνατή η χρήση της συσκευής ως φορητής.

    Γ. Ακουστικός καθετήρας

    Συνδέεται με την εξεταστική μονάδα. Είναι ακριβό στοιχείο του εξοπλισμού και πολύ ευαίσθητο στους χειρισμούς, αποτελεί δε συνήθη αιτία εκδήλωσης βλαβών. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή κατά την σύνδεσή του με την εξεταστική μονάδα, ώστε να αποφευχθεί η βλάβη των βυσμάτων σύνδεσης. Εάν είναι δυνατόν, είναι καλύτερα να μένει διαρκώς συνδεδεμένος, παρά να αποσυνδέεται μετά από κάθε εξεταστική συνεδρία. Η σύνδεση του καλωδίου του ακουστικού καθετήρα με τα ρούχα του εξεταζομένου, μέσω ενός κλιπ, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Το καλώδιο σύνδεσης ακουστικού καθετήρα και εξεταστικής μονάδας πρέπει να είναι μακρύ (τουλάχιστον 1.5 m), ώστε να είναι επαρκής η απόσταση μεταξύ ωτός εξεταζομένου και εξεταστικής συσκευής.

    Δ. Ακουστικά βύσματα

    Υπάρχουν σε μια ποικιλία μεγεθών, ώστε να εφαρμόζουν στεγανά σε όλα τα ώτα, είτε νεογνών είτε ενηλίκων. Η στενή εφαρμογή τους στον έξω ακουστικό πόρο είναι επιθυμητή, αλλά η εξέταση, αντίθετα με την τυμπανομετρία, μπορεί να εκτελεσθεί ακόμη και με χαλαρότερη εφαρμογή. Τούτο, όμως, θα έχει επίδραση στην ποιότητα της εξέτασης, η οποία λόγω αύξησης του θορύβου θα απαιτήσει και περισσότερο εξεταστικό χρόνο.

    Το ίδιο βύσμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τα δύο ώτα του εξεταζομένου, εφόσον δεν υπάρχει κυψελίδα. Σε κάθε νέο εξεταζόμενο, πρέπει να χρησιμοποιείται νέο βύσμα. Τα ακουστικά βύσματα μπορεί να είναι διαφορετικής κατασκευής, ανάλογα με την εξέταση (π.χ. μπορεί να έχουν 2 οπές για την εκτέλεση των παροδικά προκλητών ωτοακουστικών εκπομπών, ή 3 οπές για την εκτέλεση των προϊόντων παραμόρφωσης), αλλά μπορεί να είναι και όμοια (με ενιαία οπή).

    4. Προετοιμασία για την εξέταση

    Η εξέταση, ιδανικά, εκτελείται σε ακοολογικό θάλαμο, αλλά ένας ήσυχος χώρος είναι επαρκής, ιδίως για την εξέταση νεογνών. Οι τυχαίοι δυνατοί θόρυβοι είναι λιγότερο βλαπτικοί (διότι απορρίπτονται εύκολα από την συσκευή κατά την διάρκεια της εξεταστικής διαδικασίας), από ότι οι συνεχείς χαμηλής έντασης θόρυβοι (π.χ. συσκευή κλιματισμού), οι οποίοι πρέπει αποφεύγονται.

    Για να επιτύχουμε την καλύτερη ποιοτικά, καταγραφή ωτοακουστικών εκπομπών, θα πρέπει να ελαττώσουμε, όσο είναι δυνατόν, τον θόρυβο στον έξω ακουστικό πόρο (ΕΑΠ) του εξεταζομένου. Ο θόρυβος αυτός αποτελείται από τα εξής στοιχεία:

    1. Εσωτερικός θόρυβος στον ΕΑΠ.

    2. Εξωτερικός θόρυβος του χώρου εξέτασης.

    3. Ο ίδιος ο ακουστικός καθετήρας μπορεί να αποτελέσει πηγή θορύβου, λόγω τριβής του καλωδίου.

    Τα μέτρα που θα πρέπει να εφαρμόσουμε για την ελάττωση των πηγών αυτών θορύβου είναι:

    • Άριστη εφαρμογή του ακουστικού βύσματος στον ΕΑΠ, προς αποκλεισμό του εξωτερικού θορύβου.
    • Εξέταση σε ήσυχο χώρο ή εντός ακοολογικού θαλάμου.
    • Προσεκτική τοποθέτηση του καλωδίου του ακουστικού καθετήρα και στερέωσή του με κλιπ, ώστε να αποφεύγεται η κίνησή του.
    • Οδηγίες στον ασθενή να είναι τελείως ήρεμος και ακίνητος, κατά την διάρκεια του τεστ.

    Ιδιαίτερα στην εξέταση των νεογνών ή παιδιών, πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι η εξέταση δεν είναι δυνατόν να εκτελεσθεί, εάν το παιδί κλαίει ή αντιστέκεται. Επίσης, ο θηλασμός ή η μάσηση καθυστερούν και εμποδίζουν την ταχεία διεξαγωγή του τεστ. Για τον λόγο αυτό, πρέπει τα παιδιά να προετοιμάζονται κατάλληλα για την εξέταση, συμβουλεύοντας τους γονείς να τα κρατήσουν αρκετές ώρες νηστικά και αϋπνα, και να τα σιτίσουν ολίγο προ της εξετάσεως, ώστε να αποκοιμηθούν, ή τουλάχιστον να μην αντιδράσουν έντονα, κατά την διεξαγωγή του τεστ. Εάν παρ’ όλα αυτά δεν καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εξέτασης, συνίσταται η παραπομπή σε νοσοκομείο ή οργανωμένο θεραπευτήριο, για την διεξαγωγή της με μέθη, κατόπιν χορήγησης ένυδρης χλωράλης. Η διαδικασία της βραχείας αυτής νάρκωσης είναι απολύτως ασφαλής, αλλά έχουν παρουσιασθεί σπάνια περιστατικά αναπνευστικής καταστολής (1ανά 1000 εξεταζομένους), και για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η εφάρμογή της μόνον σε περιβάλλον όπου υπάρχουν δυνατότητες καρδιαναπνευστικής ανάνηψης6.

    Προ της εξέτασης, θα πρέπει να ληφθεί σύντομο ιατρικό ιστορικό, μέ έμφαση στις ωτολογικές παθήσεις. Θα πρέπει να εξηγήσουμε στον εξεταζόμενο ή στους γονείς, εφόσον πρόκειται για παιδί, ότι θα τοποθετήσουμε ένα μικρό μικρόφωνο, καλυμμένο από ένα μικρό, μαλακό, πλαστικό βύσμα, μέσα στον έξω ακουστικό πόρο, και ότι ο εξεταζόμενος θα ακούει μια σειρά μη ενοχλητικών ήχων.

    Αρχικά, θα πρέπει να ελέγξουμε τον ακουστικό καθετήρα ώστε να βεβαιωθούμε ότι δεν είναι φραγμένος από κυψελίδα, οπότε θα πρέπει να τον καθαρίσουμε, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή.

    5. Διεξαγωγή της εξέτασης

    1. Ωτοσκόπηση του εξεταζομένου, ώστε να βεβαιωθούμε ότι ο ΕΑΠ δεν έχει βύσμα κυψελίδος ή κάποια άλλη παθολογία (π.χ. εξωτερική ωτίτιδα), η οποία αποτελεί αντένδειξη για την εκτέλεση της εξέτασης λόγω απόφραξης του ΕΑΠ. Η εξέταση μπορεί να εκτελεσθεί και σε χρόνια μέση ωτίτιδα, εφόσον ευρίσκεται σε φάση ύφεσης, ενώ η παρουσία εξοστώσεων αποτελεί αντένδειξη, μόνον στην περίπτωση που αποφράσσουν το μεγαλύτερο μέρος του ΕΑΠ, αποκρύπτοντας το τύμπανο. Επίσης, η παρουσία μικρής ποσότητας κυψελίδας με ορατό το μεγαλύτερο τμήμα της τυμπανικής μεμβράνης δεν αποτελεί αντένδειξη, θα πρέπει όμως να αλλαχθεί αμέσως μετά το βύσμα, και να ελεγχθεί ο ακουστικός καθετήρας για πιθανή απόφραξη.

    2. Επιλογή του καταλλήλου για την εξέταση που θα εκτελεσθεί βύσματος, αναλόγου μεγέθους για την στενή εφαρμογή στον ΕΑΠ, όπως προκύπτει από την ωτοσκόπηση. Τοποθέτηση του βύσματος στο άκρο του ακουστικού καθετήρα. Στερέωση του καλωδίου με κλιπ, ή σε κατάλληλο σημείο για την αποφυγή μετακίνησής του.

    3. Εκκίνηση της συκευής εξέτασης, προετοιμασία του προγράμματος και καταχώρηση των στοιχείων του εξεταζομένου.

    4. Εισαγωγή των καταλλήλων παραμέτρων, ανάλογα με το είδος της εξέτασης και την ηλικία του εξεταζομένου. Συνήθως χρησιμοποιούνται διαφορετικά προγράμματα για λειτουργία screeningή για διαγνωστικό έλεγχο, ενώ υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα εξέτασης, σε διάφορες συνθήκες.

    5. Εφαρμογή του ακουστικού καθετήρα στον ΕΑΠ του εξεταζομένου. Απαιτείται διάνοιξη του ΕΑΠ, μέσω έλξης του πτερυγίου, προς τα οπίσω σε ενήλικες, και προς τα κάτω σε νεογνά. Σε νεογνά βοηθάει η τοποθέτηση του βύσματος, αρχικά προς την διεύθυνση της ρινός και στη συνέχεια η στροφή του ελαφρά προς τα οπίσω, ώστε να εφαρμόσει στενά στον ΕΑΠ. Κατά την διάρκεια του τεστ, δεν πρέπει να κρατούμε το βύσμα στην θέση του με το χέρι μας, αλλά πρέπει να παραμένει στην θέση του μόνο του. Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΑΚΟΥΣΤΙΚΟΥ ΒΥΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΛΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΕΑΠ ΤΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ. Η στενή εφαρμογή του καταλλήλου βύσματος βοηθάει τόσο στην μείωση του θορύβου, όσο και στην σταθεροποίηση του βύσματος στον ΕΑΠ, ώστε να μην μετακινηθεί κατά την διάρκεια της εξέτασης.

    Οι περισσότεροι τύποι συσκευών διαθέτουν λειτουργία ελέγχου της ορθής εφαρμογής του ακουστικού καθετήρα στον ΕΑΠ (π.χ. checkfitστις συσκευές ILO), ενώ είναι συνήθως δυνατή και η παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής του ακουστικού καθετήρα, καθόλη την διάρκεια της εξέτασης, με κάποιες ενδείξεις που εμφανίζονται στην οθόνη της συσκευής.

    6. Εάν είμαστε ικανοποιημένοι από την εφαρμογή του ακουστικού καθετήρα, προχωρούμε στην εξέταση. Κατά την διάρκειά της, ανάλογα με την συσκευή, παρακολουθούμε την μεταβολή των διαφόρων παραμέτρων στην οθόνη, καθώς και τον εξεταζόμενο, ιδίως εάν είναι παιδί ή νεογνό, ώστε να βεβαιωθούμε ότι παραμένει ήσυχο, με τον καθετήρα ασφαλώς τοποθετημένο στον ΕΑΠ. Σε ορισμένες συσκευές υπάρχει η δυνατότητα ρύθμισης του επιπέδου απόρριψης θορύβου, επί μεταβολής του θορύβου του δωματίου ή και του θορύβου του εξεταζομένου, κατά την διάρκεια της εξέτασης.

    7. Όταν ολοκληρωθεί η εξέταση, καταχωρούμε το αποτέλεσμα στην μνήμη και προχωρούμε στην εξέταση του ετεροπλεύρου ωτός. Θα πρέπει να ελέγξουμε τον ακουστικό καθετήρα για να βεβαιωθούμε ότι δεν έχει αποφραχθεί, ενώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο βύσμα, εφόσον δεν φέρει κυψελίδα.

    8. Εάν η εξέταση αποβεί παθολογική, θα πρέπει να επαναληφθεί, αφού προηγηθεί έλεγχος της λειτουργίας του μέσου ωτός με τυμπανόγραμμα. Θα πρέπει να γίνει σχολαστικός έλεγχος του ακουστικού καθετήρα και του βύσματος, επανατοποθέτηση και επανάληψη της εξέτασης.

    6. Παράμετροι και αξιολόγηση της εξέτασης

    Kατά την εκτέλεση της εξέτασης, μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες παράμετροι, αναλόγως του επιδιωκομένου αποτελέσματος, και του εάν η εξέταση χρησιμοποιείται διαγνωστικά ή σαν screening. Στη συνέχεια παραθέτουμε δύο τυπικά πρωτόκολλα εξέτασης και αξιολόγησης για τις ΠΠΩΑΕ και τις DP για διαγνωστικό έλεγχο ενηλίκων, ενώ όσον αφορά το screeningνεογνών, προτείνεται η χρήση των προεγκατεστημένων προγραμμάτων της συσκευής, τα οποία έχουν ρυθμιστεί ειδικά για την συντόμευση του χρόνου εξέτασης (π.χ. QuickscreenτηςILO)6,9.

    1. ΠΠΩΑΕ

    Χρησιμοποιείται χρονικό παράθυρο (timewindow) αναλύσεως 20 ms, μετά το ηχητικό ερέθισμα. Το επίπεδο απορρίψεως θορύβου στο άκρο του ακουστικού καθετήρα προσδιορίζεται στα 47 dB, ως ερεθίσματα δε χρησιμοποιούνται ημιτονοειδή κλικς διάρκειας 100 μsec. Το φασματικό εύρος καταγραφής είναι 0.75 έως 5 kΗz, ενώ η ένταση του ερεθίσματος που χορηγείται ανέρχεται σε 80 (έως 85) dB SPL, με συχνότητα παρουσιάσεως των ηχητικών ερεθισμάτων κάτω των 60/sec. Χρησιμοποιούμε, εφόσον υπάρχει αυτή η δυνατότητα, την nonlinearmodeκαι όχι την linearmode, η οποία έχει ειδικές εφαρμογές. Κατά την διάρκεια της εξέτασης, εφόσον επιτρέπεται από την συσκευή, τροποποιείται από τον εξεταστή κατάλληλα το επίπεδο απορρίψεως θορύβου, ενώ παρακολουθείται και η σταθερότητα του ερεθίσματος. Η μέτρηση ολοκληρώνεται, όταν ληφθούnάνω των 200 αποκρίσεων χαμηλού θορύβου, ή εφόσον τερματίσει την εξέταση αυτόματα η συσκευή, σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια.

    Η αξιολόγηση των ΠΠΩΑΕ περιλαμβάνει δύο στάδια:

    α. Την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του test.

    -          Σταθερότητα του ερεθίσματος (stimulusstability)

    -          Peak stimulus 80 dB pk SPL (77-83)

    -          Το φάσμα του ερεθίσματος να καταλαμβάνει όλη την επιθυμητή περιοχή συχνοτήτων

    -          Επίπεδο θορύβου £ 40 dBSPL στον έξω ακουστικό πόρο.

    -          Λήψη επαρκών δειγμάτων χαμηλού θορύβου.

    β. Την αξιολόγηση της παρουσίας ή απουσίας ωτοακουστικών εκπομπών. Στις ΠΠΩΑΕ αυτή γίνε­ται είτε οπτικά, με την αξιολόγηση της αποκρίσεως (πρέπει να υπάρχει ενέργεια σε τουλάχιστον μισές από τις εξεταζόμενες ζώνες συχνοτήτων), είτε με τον υπολογισμό του λόγου σήματος προς θόρυβο (signaltonoiseratio: SNR), ο οποίος πρέπει να υπερβαίνει τα 3 dB, στις εξεταζόμενες ζώνες συχνοτήτων.

    2. DP

    Για την καταγραφή των DP χρησιμοποιούνται ως ακουστικά ερεθίσματα δύο τόνοι f1, και f2 (f1<f2), χορηγούμενοι ταυτόχρονα στο ους. Η αναλογία συχνοτήτων f2:f1 προσδιορίζεται στo 1.2:1, με αρχικά επίπεδα εντάσεως L1 = 65 dBκαι L2 = 55 dB. Για να αυξηθεί η ευαισθησία του τεστ, μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ακόμη μικρότερες εντάσεις, π.χ. L1=65dBSPL και  L2=50dBSPL, ενώ για γρήγορο και αδρό έλεγχο μπορεί να χρησιμοποιηθούν μεγαλύτερες εντάσεις, οι οποίες θα πρέπει να είναι ίσες, π.χ. L1 = 70 dBκαι L2 = 70 dB.

    Το επίπεδο των παραγομένων DP 2f1-f2 συγκρίνεται από το πρόγραμμα στατιστικά με το μέσο επίπεδο θορύβου για κάθε μέτρηση DP. Εάν το επίπεδο των 2f1-f2 περιλαμβάνεται εντός του κατά 95% διαστήματος αξιοπιστίας του επιπέδου του θορύβου, οι DP θεωρούνται ως ασήμαντες στατιστικά. Εάν το επίπεδο των 2f1-f2 υπερβαίνει το ανώτερο όριο του 95% του διαστήματος αξιοπιστίας του επιπέδου του θορύβου, οι DP θεωρούνται ως παρούσες. Τα ευρήματα εκ των DP αξιολογούν την συχνότητα f2.

    Οι DP μπορεί να συλλεγούν και να αναλυθούν σε πολλές μορφές, αλλά η συνήθης μελέτη τους γίνεται με την μορφή των DP-grams, που θυμίζουν τονικά ακοογράμματα και καταγράφονται χωριστά για κάθε εξεταζόμενο ους, βάσει της συχνότητας του ερεθίσματος. Τα DP-grams καταγράφονται σε βαθμίδες ανά ½ ή ανά ⅓ οκτάβας, καταλαμβάνοντας ένα εύρος συχνοτήτων f2 από 1 έως 6 kHz. Με αυτό τον τρόπο αξιολογούνται διάφορες συχνότητες, π.χ. f2=1, 1.5, 2, 3, 4, 5 και 6kHz. Σε ορισμένες συσκευές, είναι δυνατή η αξιολόγηση και υψηλοτέρων συχνοτήτων, έως τα 12 kHz. Η καταγραφή των DP-grams κάτω από το 1 kΗz, συνήθως δεν κρίνεται σκόπιμη, διότι ο θόρυβος του εξεταζομένου ατόμου δυσχεραίνει την μέτρηση των χαμηλής συχνότητας DP. Για την αξιολόγηση των DP-grams χρησιμοποιείται και εδώ ο λόγος σήματος προς θόρυβο (signaltonoiseratio:SNR), ο οποίος πρέπει να υπερβαίνει τα 3 dB, στις εξεταζόμενες συχνότητες.

    BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    1. Kemp DT. Stimulated acoustic emissions from within the human auditory system. J Acoust Soc Am 1978;64:1386-91.

    2. Lonsbury-Martin BL, Martin GK. Otoacoustic emissions. Curr Opin Otolaryngol Head Neck Surg 2003;11:361-6.

    3. Korres SG, Balatsouras DG, Nikolopoulos T, Korres GS, Ferekidis E. Making universal newborn hearing screening a success. Int J Pediatr Otorhinolaryngol 2006;70:241-6.

    4. Korres S, Nikolopoulos TP, Komkotou V, Balatsouras D, Kandiloros D, Constantinou D, Ferekidis E. Newborn hearing screening: effectiveness, importance of high-risk factors, and characteristics of infants in the neonatal intensive care unit and well-baby nursery. Otol Neurotol 2005;26:1186-90.

    5. Korres S, Nikolopoulos TP, Peraki EE, Tsiakou M, Karakitsou M, Apostolopoulos N, Economides J, Balatsouras D, Ferekidis E. Outcomes and efficacy of newborn hearing screening: strengths and weaknesses (success or failure?). Laryngoscope 2008;118:1253-6.

    6. Robinette MS, Glattke TJ. Otoacoustic emissions: clinical applications. 3rd edition. New York-Stuttgart: Thieme, 2007.

    7. United Healthcare Clinical Policy. Otoacoustic emissions testing. Policy Number: ENT 020. T1. Oxford: Oxford Health Plans, LLC, 2012.

    8. Eiserman W, Shisler L, Winston R, Foust T, White K. Early identification of hearing loss: Conducting periodic Otoacoustic Emissions (OAE) hearing screening with infants and toddlers during well-child visits. National Center for Hearing Assessment and Management (NCHAM). Utah State University, Logan, UT. 2006.

    9. Dhar S, Hall III JW. Otoacoustic Emissions: Principles, Procedures, and Protocols (Core Clinical Concepts in Audiology). 1st edition. San Diego, CA: Plural Publishing, 2011.

     


     
     
     

    Ηλεκτροακουομετρία
     
    Η ηλεκτροακουομετρία είναι μια άλλη μέθοδος εκτίμησης των προβλημάτων ακοής, η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί η τονική ακουομετρία, λόγω έλλειψης συνεργασίας του εξεταζόμενου ή λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η εκτίμηση της ακοής γίνεται με την εξέταση των ηλεκτρικών δυναμικών του περιφερειακού και του κεντρικού οργάνου της ακοής που δημιουργούνται σε απόκριση ηχητικών ερεθισμάτων. Τα είδη της ηλεκτροακουομετρίας είναι τρία, η ηλεκτροκοχλιογραφία, τα ακουστικά προκλητά δυναμικά του στελέχους και τα φλοιικά ακουστικά ηλεκτρικά δυναμικά. Η πιο εφαρμοσμένη μέθοδος είναι τα ακουστικά προκλητά δυναμικά του στελέχους.
     
     

    Ακουστικά προκλητά δυναμικά

    ακουστικά προκλητά δυναμικά σε παιδιάABRακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικου στελεχους
     
     
     
     
    Με δυο λογια...
     
    Τα ακουστικά προκλητά δυναμικά είναι ηλεκτρονική αντικειμενική μέθοδος εξέτασης της ακοής, που καταγράφει τα ηλεκτρικά δυναμικά στα οποία μετατρέπονται τα ηχητικά κύματα στο ακουστικό νεύρο και τον εγκέφαλο.
    Είναι η μέθοδος πρώτης επιλογής για διάγνωση της παιδικής βαρηκοΐας από τη γέννηση έως και τα 3 χρόνια της ζωής.
    Με τη μέθοδο αυτή καταγράφουμε με ηλεκτρόδια που τοποθετούνται στο κεφάλι, τις απαντήσεις του ακουστικού νευρικού συστήματος σε διάφορες εντάσεις ήχου. Στο τέλος της εξέτασης γνωρίζουμε αν η ακοή του παιδιού είναι φυσιολογική ή αν υπάρχει βαρηκοΐα.



     
    Περισσοτερα...
     
    Είναι μια μέθοδος εκτίμησης των προβλημάτων ακοής, η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί η τονική ακουομετρία, λόγω έλλειψης συνεργασίας του εξεταζόμενου ή λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η εκτίμηση της ακοής γίνεται με την εξέταση των ηλεκτρικών δυναμικών του περιφερειακού και του κεντρικού οργάνου της ακοής που δημιουργούνται σε απόκριση ηχητικών ερεθισμάτων.  
    Στα ακουστικά προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους(ABR)
    χορηγούνται, ακουστικά ερεθίσματα με τη μορφή κλίκ (clicks=μια σειρά από διακοπτόμενους ήχους), τα οποία προκαλούν νευροηλεκτρική δραστηριότητα(ηλεκτρικά δυναμικά) της κεντρικής ακουστικής οδού(ακουστικό νεύρο και εγκέφαλος) για 12,5 msec μετά από την εκπομπή τους, η οποία και καταγράφεται με ηλεκτρόδια, που τοποθετούνται στο κεφάλι του εξεταζόμενου.
     προκλητά δυναμικά      ακουστικά προκλητά δυναμικά σε παιδί        ακουστικά προκλητά δυναμικά

    Οι πρώτες πέντε κυματομορφές (κύματα Ι εως V)που καταγράφονται με την μορφή γραφικής παράστασης από ένα κομπιούτερ, αξιολογούνται ως προς το μέγεθος και το χρόνο που μεσολάβησε από τη χορήγηση του ακουστικού ερεθίσματος έως την εμφάνισή τους(καθυστέρηση ή λανθάνων χρόνος). 






    Φυσιολογικά ακουστικά προκλητά δυναμικά
     
     
    Τα ηχητικά ερεθίσματα αυξάνονται και μειώνονται σε ένταση για να αξιολογηθούν σωστά τα αποκριτικά ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου.  
    Ο ουδός του κύματος V ή III (των πιο μεγάλων και ευδιάκριτων κυμάτων), δηλαδή η χαμηλότερη ένταση ενός ακουστικού ερεθίσματος που προκαλεί την εμφάνιση της κυματομορφής, αντιπροσωπεύει και τον ουδό ακοής.


    καθώς η ένταση του ερεθίσματος μειώνεται, το πλάτος όλων των κορυφών μειώνεται, ο λανθάνων χρόνος κάθε κορυφής αυξάνεται, και η δυνατότητα επανάληψης των πρώτων κυμάτων (Ι και III) μειώνεται. Μόνο το κύμα V είναι αναγνωρίσιμο σε οριακά επίπεδα.

    ακουστικά προκλητά δυναμικά ουδός ακοής στα 20dB SL
    Οι απαντήσεις δίνονται σε συνάρτηση της μείωσης του επιπέδου της ακουστικής διέγερσης. Το χρονικό παράθυρο είναι 10 msec. Τα βέλη δείχνουν την αναγνώριση των κυμάτων V


     
    ακουστικά προκλητά δυναμικά ουδός ακοής
              
    ακουστικά προκλητά δυναμικά ουδός ακοής στα 20dB SL


             
     
    προκλητά δυναμικά ουδός ακοής


     
     
     
     
     
     
    ακουστικά προκλητά δυναμικά ουδός ακοής στα 20dB HL




    ακουστικά προκλητά δυναμικά στελέχους ABR ουδός ακοής

    Ακουστικά προκλητά δυναμικά στελέχους ABR ουδός ακοής 
    στα 25 dB HL

     
    προκλητά δυναμικά ουδός
     
     
     
     
    Ακουστικά 
    προκλητά δυναμικά ουδός
     
     
    Η διέγερση του ηχητικού κλικ αντιστοιχεί σε διέγερση σε όλες σχεδόν τις συχνότητες της ακοής μας. Δεδομένου ότι το ανθρώπινο όργανο της ακοής είναι πιο ευαίσθητο στις συχνότητες στην περιοχή 3 kHz, ο ουδός της ακοής θα ταιριάζει σε αυτό το φάσμα συχνοτήτων.Το κατώφλι ακουστότητας δεν μπορεί να γίνει με απόλυτη ακρίβεια αλλά συνήθως μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση του μεγέθους της απώλειας της ακοής. 
    Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και τεχνικές προκλητών δυναμικών(ASSR) που δίνουν αποτελέσματα ανά συχνότητα (τα κλίκ προκλητά δυναμικά δεν έχουν αυτήν τη δυνατότητα).
    Παιδιά με βαρηκοΐα μικρότερη των 30 dB ή με βαρηκοΐα που συνδέεται με ακουστική νευροπάθεια μπορεί να μην αποκαλυφθούν. Επίσης, παιδιά με μεμονωμένες βαρηκοΐες σε κάποιες συχνότητες ή με πτώση μόνο σε υψηλές συχνότητες (άνω των 2000Ηz).Ta ABR επίσης μπορεί να μην διαγνώσουν βαρηκοΐες αν περιορίζονται μόνο στις συχνότητες 500-2000Hz.
    Η εφαρμογή τους σε νεογνά και βρέφη ηλικίας μικρότερης των έξι μηνών θεωρείται πολύ αξιόπιστη και η εξέταση μπορεί να γίνει ακόμη και όταν το παιδί κοιμάται ή είναι σε ήπια καταστολή ή νάρκωση (για παιδιά που δε συνεργάζονται).
    Τα ABR δεν επηρεάζονται από τον ύπνο, φυσικό ή φαρμακευτικό. Αυτή η ιδιότητα είναι πολύ χρήσιμη διότι μας επιτρέπει να εξετάζουμε τα μεν νεογνά κατά τον φυσικό τους ύπνο, τα δε βρέφη, νήπια και μη συνεργαζόμενα άτομα υπό φαρμακευτικό ύπνο, ώστε να ελαχιστοποιήσουμε την παρουσία παρασίτων στην καταγραφή (κινήσεις, κλάμα κ.λπ.). Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που μιλούν για επηρεασμό των ABR από ουσίες όπως το αλκοόλ, οι αμινογλυκοσίδες, τα χοληνεργικά, η λιδοκαΐνη κ.ά.
    Το παιδί λοιπόν πρέπει να κοιμάται. Αν είναι ξύπνιο, τότε οι κινήσεις του σώματος του, του στόματος και των βλεφάρων παράγουν παράσιτα τα οποία αλλοιώνουν το σήμα που θέλουμε να καταγράψουμε. Πολύ σπάνια μπορούμε να καταγράψουμε τα ακουστικά προκλητά δυναμικά σε παιδί που είναι ξύπνιο.
    Η υποβολή σε νάρκωση αποτελεί μειονέκτημα για τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, γι αυτό και η εξέταση αυτή γίνεται σε δύο περιπτώσεις:
    • α) όταν δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση της ακοής μέσω της τονικής ακουομετρίας και
    • β) όταν υπάρχουν υπόνοιες για κεντρική ακουστική δυσλειτουργία.  
    Η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί για παιδιά με σοβαρές ειδικές ανάγκες, για ακουολογικό έλεγχο, σε βρέφη από 4-6 μηνών και στην διαφορική διάγνωση κοχλιακής και οπισθιοκοχλιακής βαρηκοΐας.
    Η μέθοδος των ακουστικών προκλητών δυναμικών του εγκεφαλικού στελέχους, σε συνδυασμό με τις άλλες αντικειμενικές μεθόδους των ωτοακουστικών εκπομπών και των ακουστικών αντανακλαστικών, χρησιμοποιείται στην εξέταση της ακοής νεογνών και μικρών και δύσκολων παιδιών (hard to test children).
    Η δοκιμή ABR μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου υπάρχει υποψία ακουστικής νευροπάθειας (όπου δεν καταγράφονται). Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να συνδυαστεί με ακουστικές εκπομπές (που καταγράφονται)  
    Τέλος, τα ABR χρησιμοποιούνται επί υπόνοιας ψυχογενούς βαρηκοΐας, καθώς και για την εξέταση ασθενών που υποκρίνονται βαρηκοΐα, μιας και ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα της εξέτασης.






    Ακόμη περισσοτερα...

    Προκλητά ακουστικά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους (ΠΑΔΕΣ) 
    (ABR)

    Τα ΠΑΔΕΣ όπως προαναφέρθηκε είναι η καταγραφή της νευροηλεκτρικής δραστηριότητας του κοχλιακού νεύρου και των ακουστικών οδών του εγκεφαλικού στελέχους, που παρατηρείται τα πρώτα 10 msec μετά την χορήγηση ηχητικών ερεθισμάτων στο αυτί.


    Εμφανίζονται ως 7 κυματομορφές με ονόματα: I, II, III, IV, V, VI, VII. Το κύμα I προέρχεται από το κοχλιακό νεύρο, το κύμα II από τους κοχλιακούς πυρήνες, το κύμα III από την άνω ελαία, το κύμα IV από τον έξω λημνίσκο, το κύμα V από τα οπίσθια διδύμια και το κύμα VI από το έσω γονατώδες σώμα. Τα κυριότερα κύματα είναι τα I,III, V και μάλιστα το πιο σταθερό το κύμα V. Τα χαρακτηριστικά των κυμάτων, που αξιολογούνται στην κλινική πράξη είναι η μορφή, το πλάτος, οι λανθάνοντες χρόνοι και οι διακυματικοί χρόνοι και κυρίως οι χρόνοι του κύματος V.

     
    ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΠΡΟΚΛΗΤΑ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΟΥΣ (ΑΠΔΣ) ή (ABR) 

    Είναι πολύ μικρά δυναμικά εύρους περί ένα μν.

    Μπορούν να εγγραφούν μακριά από τον τόπο παραγωγής.

    Καταγράφονται κύρια (5) πέντε κύματα ή (7) επτά.

    Το 1ο κύμα Ι παρουσιάζεται 1.5-2 ms μετά την πρόκληση. Προέρχεται από τον κοχλία. Πολύ καθαρό στα παιδιά λιγότερο στους μεγάλους.

    Το 2ο κύμα ΙΙ έχει λανθάνοντα χρόνο (ΛΧ) 3 ms και προέρχεται από την περιοχή των κοχλιακών πυρήνων.

    Το κύμα ΙΙΙ λανθ. Χρόνου 4 ms προέρχεται από το σύμπλεγμα ελαίας.

    Κύμα ΙV λανθ. Χρόνου 5 ms από τον έσω λημνίσκο.

    Κύμα V λανθ. χρόνου 6 ms από τα διδύμια.

    Κύμα VΙ λανθ. χρόνου 7-8 ms προέλευση δεν έχει προσδιοριστεί.

    Κύμα VΙΙ λανθ. χρόνου 9 ms προέλευση άγνωστη.

    Τα κύματα ΙΙ και ΙV πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα, ενώ στα βρέφη πρακτικά δεν υφίστανται.

    Το κύμα με το μεγαλύτερο ύψος (το πλέον ευδιάκριτο στο διάγραμμα) είναι φυσιολογικά το κύμα V, ενώ ο λόγος ύψους V/Ι μπορεί να έχει κλινική χρήση.

    Οι φυσιολογικοί λανθάνοντες χρόνοι των κυμάτων στους ενήλικες είναι περίπου 2 msec για το κύμα Ι, περίπου 4 msec για το κύμα ΙΙΙ και περίπου 6 msec για το κύμα V. Ο διακυματικός χρόνος Ι-V είναι κατά μέσο όρο στον γενικό πληθυσμό 4,4 msec.

    Στα βρέφη και τα νεαρά νήπια οι χρόνοι είναι αυξημένοι και μειώνονται σταδιακά καθώς το παιδί μεγαλώνει. Ο λανθάνων χρόνος του κύματος Ι φθάνει στο επίπεδο του ενήλικα περίπου στην ηλικία των 3 μηνών, ενώ αυτός του κύματος V φθάνει στο επίπεδο του ενήλικα περίπου στην ηλικία των 2 ετών.
    Αυτή η μεταβολή πιθανώς αντανακλά στην εξέλιξη της μυελίνωσης των νευραξόνων ή στην αύξηση της διαμέτρου τους.

    Τα ABR έχουν αξία και για την ακουολογική διάγνωση αλλά και για την πρώιμη διάγνωση της κατά πλάκας σκλήρυνσης (disseminated sclerosis) ή άλλων βλαβών τον στελέχους.


    Για τη λήψη των ΠΑΔΕΣ χρησιμοποιούνται ηχητικά ερεθίσματα διάφορων τύπων, οι συνηθέστεροι των οποίων είναι:
    Ηχητικό click: είναι ακουστικό ερέθισμα ευρείας δέσμης συχνοτήτων από 
    0 – 8000 ΗΖ, που αντιστοιχούν σε όλες σχεδόν τις συχνότητες της ακοής μας, χρονικής διάρκειας 100 msec και με τη πιο γρήγορη δυνατή έναρξη που μπορεί να επιτευχθεί. Η ηχητική ενέργεια του click, κατά κύριο λόγο, περιέχεται μεταξύ συχνοτήτων 2000 – 4000 ΗΖ, και ως εκ τούτου ελέγχει καλύτερα, κατά την εξέταση της ακουστικής ικανότητας, τις συχνότητες αυτές δηλαδή 2000 – 4000 ΗΖ (επί πλέον το ανθρώπινο όργανο της ακοής είναι πιο ευαίσθητο στις συχνότητες στην περιοχή 3 kHz).
    Tone burst: πρόκειται περί καθαρών τόνων, που έχουν όμως βραδύτερους χρόνους εμφάνισης και διαρκούν 1 – 10 msec.
    Tone pip: ειδικής μορφής ηχητικό ερέθισμα.
    Ο αριθμός των clicks, που χρησιμοποιούμε είναι συνήθως 2000, αριθμό τον
    οποίο μπορούμε να αυξήσουμε μέχρι 3000 ή 4000 ή και περισσότερο, όταν η καταγραφή δεν είναι ικανοποιητική, λόγω ηλεκτρικού θορύβου και επιθυμούμε σαφέστερη καταγραφή.

    Οι βασικότερες κλινικές εφαρμογές των ΠΑΔΕΣ είναι:

    - Η εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας με την βοήθεια των προκλητών ακουστικών δυναμικών είναι πολύ μεγάλη για νεογέννητα, βρέφη και παιδιά. Η εξέταση αυτή, μας δίνει πληροφορίες για τη λειτουργική κατάσταση του κοχλία και του κοχλιακού νεύρου, χωρίς να είναι αναγκαία η συνεργασία του ασθενούς. Με τη βοήθεια των ΠΑΔΕΣ εκτιμούμε και υπολογίζουμε τον ουδό ακοής του εξεταζόμενου καταγράφοντας το κύμα V.
    - Ευρεία χρήση των ABR για τον υπολογισμό του ακουστικού ουδού γίνεται σε παιδιά στα οποία υπάρχει υπόνοια βαρηκοΐας (λόγω καθυστέρησης ανάπτυξης λόγου, συμπεριφοράς βαρήκοου, θετικού οικογενειακού ιστορικού ή ύπαρξης προδιαθεσικών παραγόντων).
    Φυσικά, αν το παιδί βρίσκεται σε ηλικία που μπορεί να υποβληθεί σε υποκειμενικές μεθόδους μέτρησης της ακοής, όπως τονικό ακοόγραμμα, παιχνιδοακοόγραμμα κ.τ.λ., οι μέθοδοι αυτές θεωρούνται προτιμότερες από τα ABR. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, για την εξέταση απαιτείται φαρμακευτικός ύπνος. 
    Βεβαίως με ABR μπορούν να εξεταστούν και μεγάλα παιδιά ή ενήλικοι που δεν είναι σε θέση (π.χ. λόγω νοητικής υστέρησης, ψυχιατρικών διαταραχών κ.τ.λ.) να συνεργαστούν για τονικό ακοόγραμμα. 
    Ως screening test για τον αποκλεισμό της ακουστικής νευροπάθειας σε νεογνά ή βρέφη με παράγοντες υψηλού κινδύνου.
    - Κατά την καταγραφή αυτή μειώνουμε συνεχώς την ένταση του χορηγούμενου ακουστικού ερεθίσματος, μέχρι ότου το κύμα V εξαφανισθεί.
    - Ο ουδός που προσδιορίζουμε με τη βοήθεια των ΠΑΔΕΣ είναι συνήθως 10 – 20 dB HL πάνω από τον ουδό που προσδιορίζουμε με τη κλασσική τονική ακουομετρία για τις συχνότητες μεταξύ 2000 – 4000 ΗΖ. Τα αποτελέσματα των ΠΑΔΕΣ πρέπει να συνεκτιμώνται με τα αποτελέσματα της τυμπανομετρίας και της τονικής ακουομετρίας.
    - Ο βαθμός της βαρηκοΐας, σε ασθενή με βαρηκοΐα αγωγιμότητας ή αντιλήψεως κοχλιακού τύπου, επιδρά στον λανθάνοντα χρόνο εμφάνισης
    του κύματος V.
     

    Για τους ενήλικες.
     
    Τα ακουστικά προκλητά δυναμικά χρησιμοποιούνται και στους ενήλικες, κυρίως στη διερεύνηση των εμβοών (βουητά στα αυτιά) και του ιλίγγου. Μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για το ακουστικό νευρικό σύστημα.
     
     


    Ακουστικά Προκλητά Δυναμικά Συνεχούς Ερεθίσματος (ASSR)


    Όπως προαναφέρθηκε, στην εφαρμογή των ABR για τον υπολογισμό του ουδού ακοής στα παιδιά, το κύμα V εμφανίζεται ακόμα και όταν δοθούν ηχητικά ερεθίσματα εντάσεως λίγο μεγαλύτερης από τον ουδό ακοής του εξεταζόμενου. Με τη μέθοδο της σταδιακής μείωσης της έντασης του ηχητικού ερεθίσματος,
    προσδιορίζεται η ελάχιστη ένταση κατά την οποία εκλύεται κύμα V. Έχει βρεθεί ότι ο ουδός ακοής είναι κατά περίπου 20 dB χαμηλότερα της έντασης αυτής. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν μιλάμε για ουδό ακοής, εννοούμε το μέσο όρο των ουδών στο φάσμα συχνοτήτων από 1 έως 4 kHz. Το μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι με τα κλασικά ABR δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο ακουστικός ουδός ανά συχνότητα, οπότε σε περίπτωση παθολογικών ευρημάτων πρέπει να συνεκτιμηθούν τα ευρήματα των άλλων ακοολογικών μεθόδων (ακοομετρία ακουστικής αντίστασης, ωτοακουστικές εκπομπές, ASSR, υποκειμενικές μέθοδοι
    ανάλογα με την ηλικία).

    Το βασικό πρόβλημα λοιπόν κατά τον υπολογισμό του ακουστικού ουδού με τα ABR είναι η αδυναμία υπολογισμού των επιμέρους ουδών ανά συχνότητα.
    Παλαιότερα είχαν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως η μέθοδος του high pass masking noise, band stop, notched κάλυψη κ.ά. Τα μειονεκτήματα αυτών των τεχνικών είναι ότι είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες και απαιτούν αναβάθμιση των λογισμικών, η οποία είναι πολυδάπανη. Για τους λόγους αυτούς έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί.
    Μια εξέταση που έχει αρχίσει να εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια και υπόσχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα του ανά συχνότητα υπολογισμού του ουδού της ακοής είναι τα Ακουστικά Προκλητά Δυναμικά Συνεχούς Ερεθίσματος (ASSR). Τα ASSR είναι στην ουσία μια εξέταση με τα ίδια χαρακτηριστικά με τα ABR, ως προς τον τρόπο καταγραφής, τους μηχανισμούς γένεσης κ.λ.π., με τη διαφορά όμως ότι μας δίνουν διαφορετική κυματομορφή για την κάθε εξεταζόμενη συχνότητα. Οι συχνότητες που συνήθως εξετάζονται είναι οι βασικές συχνότητες της κλασικής ακοομετρίας δηλαδή τα 500, 1.000, 2.000 και 4.000 Hz. Υπολογίζοντας έτσι τον ουδό σε καθεμία από αυτές τις συχνότητες ξεχωριστά, μπορούμε να πάρουμε ένα διάγραμμα το οποίο προσεγγίζει κατά πολύ το τονικό ακοόγραμμα. Τα ASSR δεν χρησιμοποιούνται ακόμα ευρέως λόγω του ότι τα περισσότερα κέντρα δεν έχουν ακόμη προμηθευτεί το κατάλληλο λογισμικό, καθώς και λόγω του ότι είναι νέα μέθοδος και τα βιβλιογραφικά δεδομένα είναι ακόμη σχετικά πτωχά. Στο μέλλον πάντως προβλέπεται επέκταση της χρήσης τους.

    Τα ASSR αποτελούν ένα νέο επίτευγμα της τεχνολογίας στον τομέα της διαγνωστικής ακοολογίας. Σε αντίθεση με τα προκλητά ακουστικά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους, των οποίων τα clicks και τα tone-bursts είναι ερεθίσματα διακεκομμένου τύπου, τα ερεθίσματα αυτά είναι καθαροί τόνοι συγκεκριμένης συχνότητας και είναι συνεχή. Οι συχνότητες που ελέγχονται είναι τα 500, 1000, 2000 και 4000 Hz και η ένταση του ερεθίσματος μπορεί να φθάσει έως τα 120 dB. Υπάρχει η δυνατότητα εξέτασης του κάθε αυτιού ξεχωριστά όπως επίσης μπορεί να γίνει ταυτόχρονη εξέταση και των δυο ακουστικών οδών με χορήγηση 4 ερεθισμάτων σε κάθε αυτί. 


    Τα πλεονεκτήματα αυτής της τεχνικής είναι:
     
    •  Υπάρχουν ειδικά ως προς συχνότητα ερεθίσματα σε ακοομετρικές συχνότητες. 
    •  Ειδικές ως προς συχνότητα πληροφορίες με ερεθίσματα δια της αέρινης και της οστέινης οδού. 
    •  Η ένταση του ερεθίσματος φτάνει έως 120 dB HL, κάτι το οποίο είναι πολύ χρήσιμο στην εκτίμηση βαρηκοΐας σοβαρού προς πολύ σοβαρού βαθμού σε βρέφη και μικρά παιδιά. 
    •  Δεν είναι απαραίτητη η κλινική εμπειρία στην ανάλυση της κυματομορφής. 

    Τα μειονεκτήματα είναι: 

     Καταστολή απαιτείται για βρέφη και μικρά παιδιά. 
     Η καταστολή και η αναισθησία επηρεάζουν τα ASSR σε χαμηλές συχνότητες διαμόρφωσης (π.χ. < 60 Hz). 
     Η εκτίμηση δια της οστέινης οδού απαιτεί τη χρήση masking στο μη εξεταζόμενο αυτί. 
     Λίγες πληροφορίες ως προς το επίπεδο της βλάβης λόγω της μη ανάλυσης της κυματομορφής



    Ακοομετρία των ηλεκτρικών δυναμικών του φλοιού του εγκεφάλου 


    Η ακοομετρία των ηλεκτρικών δυναμικών του φλοιού του εγκεφάλου μετράει τα δυναμικά τα οποία αναπτύσσονται σε ανώτερα επίπεδα του ακουστικού συστήματος(πιο ψηλά από το εγκεφαλικό στέλεχος), επιτρέποντας, δηλαδή, την εξέταση ολόκληρου του ακουστικού μηχανισμού. 
    Παρά τα παραπάνω στοιχεία η μέτρησή τους δεν χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα τόσο συχνά στην κλινική πράξη, λόγω του ότι επηρεάζεται από την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, από τα φάρμακα, την αναισθησία και δίνει αμφίβολα αποτελέσματα κατά την εξέταση των παιδιών. 
    Τα προκλητά δυναμικά του φλοιού καταγράφονται ως διφασικό ή τριφασικό κύμα, το οποίο αρχίζει στα 50 msec και συνεχίζει πέρα από τα 200 msec. Η αντίδραση θεωρείται δευτεροπαθής, αφού το κύμα εμφανίζεται πολύ αργά και εκφράζει ένα φαινόμενο αντιλήψεως που μπορεί να συσχετισθεί με την ακοή. 
    Η εξέταση επηρεάζεται από την κίνηση και το επίπεδο συνείδησης, για αυτό είναι καλύτερα ο εξεταζόμενος να είναι ήρεμος. 


    Η κυματομορφή παρουσιάζει τέσσερα επάρματα(αιχμές) : 

    •  Η κυματομορφή P1 είναι θετική και παρουσιάζεται γύρω στα 50 msec 
    •  Η κυματομορφή N1 είναι αρνητική και παρουσιάζεται γύρω στα 100 msec 
    •  Η κυματομορφή P2 είναι θετική και παρουσιάζεται γύρω στα 150-180 msec. 
    •  Η κυματομορφή N2 είναι αρνητική και παρουσιάζεται γύρω στα 200- 250 msec. 



     



    Παιδική Ακουολογία 

    Η ακουστική ικανότητα μαζί με την ικανότητα για ομιλία αποτελούν την προϋπόθεση για την ανάπτυξη όχι μόνον των κοινωνικών δεξιοτήτων ενός παιδιού με το περιβάλλον του, αλλά και για τη δυνατότητά του να παίζει και να μαθαίνει. Τα παιδιά αρχικά, μαθαίνουν να επικοινωνούν με τους άλλους, μιμούμενα τους ήχους που ακούν. Όποιο παιδί έχει περιορισμένη ακουστική ικανότητα, η οποία μένει αδιάγνωστη και αθεράπευτη, το παρεμποδίζει να αναπτύξει την ομιλία και τον λόγο. Βαρηκοΐα σημαίνει ότι το παιδί ακούει, αλλά η ακοή του είναι περιορισμένη. Όσο μεγαλύτερη είναι η βαρηκοΐα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αδυναμία του παιδιού να κατανοήσει τι του λένε. Αν ένα παιδί έχει χαμένη πλήρως την ακοή του, δηλαδή είναι κωφό και από τα δύο αυτιά, τότε αυτό το παιδί είναι αδύνατον να αναπτύξει την ικανότητα ομιλίας και άρθρωσης του λόγου. 
    Δύο στα 100 παιδιά, κάτω των 18 ετών έχουν απώλεια ακοής σε βαθμό που ποικίλει. Σπανίως σήμερα βρίσκουμε παιδιά με σοβαρότατη βαρηκοΐα, που να μη μπορεί να βοηθηθεί με τη σύγχρονη τεχνολογία. Η έγκαιρη διάγνωση της βαρηκοΐας και η όσο το δυνατόν νωρίτερα εφαρμογή ακουστικών βαρηκοΐας και έναρξης ειδικής εκπαίδευσης, μεγιστοποιεί τη δυνατότητα βελτίωσης της ακουστικής ικανότητας ενός βαρήκοου παιδιού. 


    Οδηγός παιδικής βαρηκοΐας για Παιδιάτρους


    Eπίκαιρα Θέματα I


    BAPHKOΪA. ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ


    Λ. Θωμαΐδου


    Bαρηκοΐα ονομάζεται η οποιουδήποτε βαθμού απώλεια ακοής. Eίναι γνωστό ότι οι βαρηκοΐες διακρίνονται ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης σε 

    - Βαρηκοΐες αγωγιμότητος, όταν η βλάβη αφορά στο έξω και μέσο αυτί όπου γίνεται η αγωγή και ενίσχυση του ήχου.
    - Bαρηκοΐες νευροαισθητήριες ή αντιλήψεως, όταν οι βλάβες αφορούν στον κοχλία και στο ακουστικό νεύρο.
    - Mικτές βαρηκοΐες, όταν αφορούν και στα 2 συστήματα τόσο στο σύστημα αγωγής όσο και στο σύστημα ανάλυσης και σε
    - Kεντρικές βαρηκοΐες, όταν οι βλάβες εντοπίζονται στο εγκεφαλικό στέλεχος και σε φλοιώδη κέντρα του εγκεφάλου όπου γίνεται η αντίληψη και μετάφραση του ήχου.

    Eπιπλέον, οι βαρηκοΐες ανάλογα με το βαθμό απώλειας της ακοής που προκαλούν διακρίνονται σε: 

    - ήπιες, όταν η απώλεια της ακοής κυμαίνεται από 20-50 db,
    - μέτριες, όταν η απώλεια είναι 50-70 db και
    σοβαρές, όταν η απώλεια ακοής είναι μεγαλύτερη των 70 db.

    Για να κατανοήσουμε την παθογένεια της βαρηκοΐας είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του ήχου. O "ήχος" δεν είναι τίποτε άλλο από διαδοχικές πυκνώσεις και αραιώσεις του αέρα που φθάνουν και αναλύονται στο αυτί μας. Xαρακτηρίζεται από την "ένταση", η οποία εκφράζεται σε dB και καθορίζει τη δύναμη του ήχου και τη "συχνότητα" η οποία εκφράζεται σε Hz και καθορίζει την ποιότητα του ήχου. Oι ήχοι που απαντώνται στη φύση είναι σύνθετοι ήχοι και αποτελούνται από ένα κράμα διαφόρων συχνοτήτων και εντάσεων. Έτσι, το φάσμα της ανθρώπινης ομιλίας περιλαμβάνει ήχους εντάσεως 20 έως 60db και συχνότητας 250 έως 8000 Hz.
    O ψίθυρος έχει ένταση 20 db περίπου και η δυνατή φωνή 60 db. Ένα αεροπλάνο που πετά χαμηλά προκαλεί ήχο έντασης 120 db. Tα "φωνήεντα" είναι ήχοι υψηλής έντασης και χαμηλής συχνότητας και είναι υπεύθυνα για την ένταση της φωνής μας, ενώ αντίθετα τα "σύμφωνα" είναι ήχοι χαμηλής έντασης και υψηλής συχνότητας και είναι υπεύθυνα για την ποιότητα και ευκρίνεια της ομιλίας μας.


    Yπό αυτή την έννοια οι "βαρηκοΐες αγωγιμότητας" που οφείλονται σε βλάβες του 
    μέσου ωτός, προκαλούν:

    απώλεια ακοής βαρηκοΐα αγωγιμότητας έλεγχος ακοής ακουόγραμμα



    - απώλεια ήχων χαμηλής συχνότητας,
    - μικρές απώλειες της ακοής (έως 65db) και
    - δεν προκαλούν κώφωση.






    Aντίθετα, οι "βαρηκοΐες αντιλήψεως" που οφείλονται σε βλάβες του έσω ωτός
    και του ακουστικού νεύρου προκαλούν:

    Παιδική βαρηκοΐα νευροαισθητήρια  αντιλήψεως ακουομετρία



    - απώλεια ήχων υψηλής συχνότητας και
    - βαρηκοΐες κάθε βαθμού έως πλήρη κώφωση
    .









    H νευροαισθητήρια βαρηκοΐα που είναι και πιο σοβαρή, δυστυχώς, δεν είναι σπάνια πάθηση. Yπολογίζεται ότι 1 στα 1000 νεογνά γεννιέται με μεγάλου βαθμού αμφοτερόπλευρη νευροαισθητήρια βαρηκοΐα, ενώ ένας μεγαλύτερος αριθμός παιδιών γεννιούνται με μικρότερου βαθμού βαρηκοΐα. Eάν τη συχνότητα αυτή τη μεταφέρουμε στα ελληνικά δεδομένα τότε στη χώρα μας, με τις 100.000 γεννήσεις ετησίως, αναλογούν 100 γεννήσεις παιδιών με αμφοτερόπλευρη μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα ετησίως και ένας μεγαλύτερος αριθμός νεογνών με μικρότερου βαθμού βαρηκοΐα.
    H επίπτωση αυτή είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή άλλων διαταραχών, που ελέγχονται ήδη με μαζικό ανιχνευτικό έλεγχο στη νεογνική ηλικία, όπως ο συγγενής υποθυρεοειδισμός (1:3000) και η φαινυλκετονουρία (1:15000). Γι αυτό και πολλά συστήματα υγείας στην Eυρώπη και HΠA μελετούν την ανάπτυξη εθνικών προγραμμάτων πρώιμης ανίχνευσης της βαρηκοΐας σε όλα τα νεογνά κατά τη γέννηση.
    Πρέπει να τονισθεί ότι ο επιλεκτικός έλεγχος της ακοής, που γίνεται μόνο στο 6-8% των νεογνών υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση βαρηκοΐας όπως τα πρόωρα, τα νεογνά με επιβαρυμένο περιγεννητικό ή κληρονομικό ιστορικό και τα μωρά με δυσμορφίες προσώπου, μπορεί να μειώνει το οικονομικό κόστος δεν καταφέρνει, όμως, να αποκαλύψει πάνω από το 40-50% των περιπτώσεων της παιδικής βαρηκοΐας.
    Όσον αφορά στη συχνότητα της βαρηκοΐας αγωγιμότητας, που όπως είπαμε είναι πιο καλοήθης πάθηση, υπολογίζεται ότι 25% των παιδιών προσχολικής ηλικίας έχουν προσβληθεί τουλάχιστον μία φορά από κάποιου βαθμού παροδική βαρηκοΐα τύπου αγωγιμότητας.


    Tα συχνότερα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν βαρηκοΐα φαίνονται στους παρακάτω πίνακες.

    ελάττωση της ακοής παιδιών βαρηκοΐα από οξεία μέση ωτίτιδα η εκκριτική ωτίτιδα


    Καθυστέρηση ομιλίας παιδιού συγγενής βαρηκοΐα νευροαισθητηριακή απώλεια  ακοής


    Yπολογίζεται ότι το 60% των περιπτώσεων της προομιλητικής βαρηκοΐας είναι γενετικής φύσεως και πολλές απ’ αυτές κληρονομικές.
    Tην τελευταία 10ετία έχουν χαρτογραφηθεί περισσότερες από 60 περιοχές κληρονομικής βαρηκοΐας στα χρωμοσώματα του ανθρώπου και έχουν προσδιορισθεί περισσότερα από 16 γονίδια. Ένας μείζων γονιδιακός τύπος για την αυτοσωματική υπολειπόμενη κληρονομικότητα έχει χαρτογραφηθεί στο χρωμόσωμα 13q και πρόσφατα αποδείχθηκε ότι το υπεύθυνο γονίδιο για τη διαταραχή αυτή είναι το γονίδιο της κονεξίνης 26, οι μεταλλάξεις του οποίου ευθύνονται για την πλειονότητα των κληρονομικών βαρηκοϊών.
    Eίναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι στον ελληνικό πληθυσμό και ειδικότερα σε δείγμα ελλήνων υγιών εθελοντών αιμοδοτών, η συχνότητα των φορέων της μετάλλαξης 35delG της κονεξίνης είναι αρκετά υψηλή (3,5%). Παρόμοια δε συχνότητα αναφέρεται και σε άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Iσπανία και η Iταλία. Δεδομένης της υψηλής συχνότητας των φορέων του παθολογικού γονιδίου στον ελληνικό πληθυσμό ενδείκνυται να γίνεται έλεγχος για μεταλλάξεις στο γονίδιο της κονεξίνης στα παιδιά που εμφανίζουν μη συνδρομική βαρηκοϊα, ούτως ώστε να προσδιορίζονται οι φορείς και να γίνεται προγεννητική διάγνωση που εξασφαλίζει τον έλεγχο της ακοής κατά τη γέννηση. Έτσι, τα βαρήκοα παιδιά θα ωφελούνται από τις σύγχρονες θεραπευτικές παρεμβάσεις χωρίς καθυστέρηση στην κρίσιμη ηλικία για την ανάπτυξη του λόγου τους.
    Tα τελευταία χρόνια στην παθογένεια της βαρηκοΐας έχει ενοχοποιηθεί και ο ρόλος των μεταλλάξεων του μιτοχονδριακού DNA (mt DNA). Έτσι, σήμερα είναι γνωστές αρκετές μεταλλάξεις του mt DNA που προκαλούν βαρηκοΐα, είτε στο πλαίσιο μιτοχονδριακών νοσημάτων (MELAS, MERRF, Kearns-Sayre), είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας της γήρανσης, της γνωστής πρεσβυακουσίας.
    Iδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται ότι έχει η σύνδεση της ωτοτοξικής βαρηκοΐας με το mt DNA. Πρόσφατες έρευνες αποδεικνύουν ότι η μητρικά μεταβιβαζόμενη προδιάθεση στην αμινογλυκοσιδική ωτοτοξικότητα οφείλεται σε μεταλλάξεις του mt DNA. Έτσι, ερμηνεύεται και το γεγονός ότι υπάρχουν άτομα που με μικρές δόσεις αμινογλυκοσιδών ή άλλων ωτοτοξικών ουσιών μπορεί να παρουσιάσουν βαρηκοΐα.

    H έγκαιρη ανίχνευση της βαρηκοΐας είναι σημαντική όχι μόνο για τη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου αλλά και για την αποτελεσματική της αντιμετώπιση, η οποία σήμερα είναι εφικτή με τη χρησιμοποίηση εξελιγμένων ακουστικών βαρηκοΐας καθώς και τη δυνατότητα χειρουργικής υποκατάστασης του κοχλία με ακουστικά εμφυτεύματα. Γι αυτό και στόχος των σύγχρονων κρατικών προγραμμάτων υγείας είναι όλα τα βαρήκοα παιδιά να ανιχνεύονται τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, ώστε να ωφελούνται από τις σύγχρονες θεραπευτικές παρεμβάσεις στην κρίσιμη ηλικία για την ανάπτυξη του λόγου τους. Σήμερα η μέση ηλικία διάγνωσης της βαρηκοΐας είναι τα 2,5-3 χρόνια.

    H πρώιμη ανίχνευση της βαρηκοΐας γίνεται με:

    1. Yποκειμενικές και
    2. Aντικειμενικές μεθόδους

    Yποκειμενικές μέθοδοι

    H χρησιμοποίηση υποκειμενικών μεθόδων βασίζεται σε χαρακτηριστικές αναπτυξιακές ικανότητες των παιδιών γι’ αυτό και η επιλογή τους εξαρτάται από την αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού και όχι κατ’ ανάγκη από τη χρονολογική του ηλικία.
    Oι υποκειμενικές μέθοδοι ελέγχου της ακοής είναι:
    -H ανιχνευτική ακουομετρία (από τη γέννηση έως 6 μηνών).
    -H τεχνική απόσπασης προσοχής (από 6 έως 18 μηνών)
    -H ομιλητική ακουομετρία (από 18 μηνών έως 2,5 χρονών) και
    -Η παιγνιοακουομετρία (για ηλικία μεγαλύτερη των 2,5 χρονών)


    Aνιχνευτική Aκουομετρία 
    Eφαρμόζεται μέχρι την ηλικία των 6 μηνών.
     
    ανιχνευτική ακουομετρία εφαρμόζεται σε νεογέννητα και βρέφη

    Στηρίζεται στην ικανότητα ανταπόκρισης του βρέφους σε δυνατά, σχετικά, ηχητικά ερεθίσματα.
    Tο βρέφος που ακούει τον ήχο της μεταλλικής κουδουνίστρας αλλάζει συμπεριφορά π.χ. αν κλαίει ή κινείται σταματάει στιγμιαία ή κάνει ελαφρούς μορφασμούς στο πρόσωπο ή ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Oι ήχοι που συνήθως χρησιμοποιούνται έχουν ένταση 50db και συχνότητα 500 και 4.000 Hz. H μέθοδος αυτή παρ’ ότι είναι αδρή, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, παρά τη μεγάλη ανάπτυξη των ηλεκτροφυσιολογικών δοκιμασιών, να αποτελεί τη βάση για την εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας του βρέφους.

    Tεχνική Aπόσπασης της Προσοχής 
    Eίναι η δοκιμασία που χρησιμοποιείται μετά την ηλικία των 6 μηνών και μέχρι το 18ο μήνα.

    τεχνική απόσπασης προσοχής από 6 έως 18 μηνών

    Υποκειμενική ακουομετρία τεχνική απόσπασης προσοχής

    H δοκιμασία αυτή εκμεταλλεύεται το βασικό αναπτυξιακό χαρακτηριστικό αυτής της ηλικίας που συνίσταται στο ότι τα μωρά δε μπορούν να διατηρήσουν την προσοχή τους σε ένα ερέθισμα πάνω από λίγα δευτερόλεπτα.
    Για την εξέταση το μωρό πρέπει να βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας και συμμετέχουν 2 εξεταστές. O ένας κάθεται μπροστά από το μωρό και ο άλλος στέκεται όρθιος πίσω από τη μητέρα και έξω από το πεδίο όρασης του μωρού. O εξεταστής που βρίσκεται εμπρός αποσπά την προσοχή του παιδιού με ένα αντικείμενο, το οποίο στη συνέχεια το κρύβει. Tη στιγμή που το κρύβει, ο άλλος εξεταστής που βρίσκεται από πίσω προκαλεί με ειδικές κουδουνίστρες ήχους συγκεκριμένης έντασης και συχνότητας στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο και σε απόσταση 50 εκατ. από το κάθε αυτί. Tο μωρό που ακούει γυρίζει γρήγορα το κεφάλι του και εντοπίζει τον ήχο. Συνήθως, χρησιμοποιούνται ειδικές κουδουνίστρες που προκαλούν ήχους εντάσεως 40db στα 3.000 και 6.000 Hz, μπορούμε, όμως, να χρησιμοποιήσουμε και άλλες ηχητικές πηγές.

    Oμιλητική Aκουομετρία 
    Eφαρμόζεται σε παιδιά ηλικίας 18 μηνών έως 2,5 χρονών.

    ομιλητική ακουομετρία παιδιά ηλικίας 18 μηνών έως 2,5 χρονών

    χειλεοανάγνωση διακριτική ικανότητα σε ηχητικά λέξεις ομιλητική ακουομετρία

    Bασίζεται στο γεγονός ότι σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά κατανοούν αρκετές λέξεις και έχουν την ικανότητα να υπακούουν σε απλές εντολές. 

    Έτσι, τους ζητάμε με χαμηλή φωνή και καλύπτοντας με το χέρι μας το στόμα μας ώστε να μην κάνουν χειλεοανάγνωση, να μας δώσουν αντικείμενα ή εικόνες που έχουμε τοποθετήσει εμπρός τους. Συνήθως, χρησιμοποιούμε λέξεις που μοιάζουν ηχητικά μεταξύ τους όπως π.χ. "δώσε μου την κούκλα" ή "δώσε μου την κούπα", ώστε να ελέγχουμε τη διακριτική τους ικανότητα σε παρόμοιες ηχητικά λέξεις.

    Παιγνιοακουομετρία Eφαρμόζεται σε παιδιά μεγαλύτερα των 3 χρονών που 

    παιχνιδοακουομετρία ακουομετρία οπτικής ενίσχυσης

    αναπτυξιακά έχουν την ικανότητα να διδαχθούν να κάνουν μία κίνηση όταν ακούνε έναν ήχο. Έτσι, τους μαθαίνουμε να ρίχνουν ένα μικρό αντικείμενο σε ένα καλάθι κάθε φορά που ακούνε κάποιον ήχο. Mε ειδικό μηχάνημα παράγουμε ήχους εντάσεως 20 έως 70 db και συχνότητας 250-7.000 Hz και μπορούμε να έχουμε ένα πλήρες τονικό ακουόγραμμα. 
    Oι υποκειμενικές αυτές μέθοδοι είναι πολύ χρήσιμες και έχουν αποδειχθεί στην πράξη αξιόπιστες και με μεγάλη ευαισθησία. Eίναι, όμως, χρονοβόρες και απαιτούν εμπειρία, γνώσεις και κόπο από αυτόν που τις κάνει. 
    Σήμερα χρησιμοποιούνται σε αυξανόμενη συχνότητα οι αντικειμενικές μέθοδοι ελέγχου της ακοής και ιδιαίτερα οι ωτοακουστικές εκπομπές και τα προκλητά δυναμικά του εγκεφαλικού στελέχους.


    Αντικειμενικές μέθοδοι


    Ωτοακουστικές εκπομπές

    Ωτοακουστικές εκπομπές

    Eίναι η ακουστική ενέργεια που παράγεται από τον κοχλία και καταγράφεται στον έξω ακουστικό πόρο. Eίναι αντικειμενική μέθοδος κατά την οποία διοχετεύεται ακουστικό ερέθισμα και καταγράφεται η απάντηση του κοχλία. H παρουσία τους σημαίνει φυσιολογική λειτουργία του κοχλία και κατ’ επέκταση φυσιολογική ακοή μέχρι αυτό το επίπεδο. 
    Πρόκειται για απλή, σύντομη και αξιόπιστη μέθοδο που δεν απαιτεί τη συνεργασία του παιδιού και θεωρείται ιδανική για τον προτεινόμενο μαζικό ανιχνευτικό έλεγχο κατά τη γέννηση.


    Aκουστικά Προκλητά Δυναμικά του Eγκεφαλικού Στελέχους

    ακουστικά προκλητά δυναμικά σε παιδιάακουστικά προκλητά δυναμικά εγκεφαλικου στελεχους
     

    Kαι αυτή η αντικειμενική μέθοδος δεν απαιτεί τη συνεργασία του παιδιού και είναι ιδανική για παιδιά που δεν ανταποκρίνονται στις υποκειμενικές δοκιμασίες. Δίνουν τη δυνατότητα ελέγχου της ακουστικής οδού από τα τριχωτά κύτταρα του κοχλία μέχρι τον ακουστικό φλοιό ανιχνεύει, δηλαδή, οπισθοκοχλικές βλάβες. Για την εκτέλεσή της ο μικρός ασθενής είναι ξαπλωμένος και είναι προτιμότερο να κοιμάται. Tοποθετούνται 3 ηλεκτρόδια στο κεφάλι και το ακουστικό ερέθισμα φθάνει στα αυτιά με μικρά ακουστικά ή ενδοωτιαία βύσματα. Kαταγράφεται ένα διάγραμμα με 8 κυματομορφές που αντιστοιχούν στο ακουστικό νεύρο, τους κοχλιακούς πυρήνες, την ελαία, τον εξω λημνίσκο, το οπίσθιο διδύμιο κα το έσω γονατώδες σώμα.

    Aξίζει και πάλι να τονισθεί ότι στόχος μας πρέπει να είναι η έγκαιρη ανίχνευση της συγγενούς βαρηκοΐας στον 1ο χρόνο της ζωής.
    O στόχος αυτός είναι εφικτός από τον παιδίατρο με τη χρησιμοποίηση των απλών υποκειμενικών μεθόδων που αναφέρθηκαν σε όλα τα παιδιά που παρακολουθεί και επί σοβαρότερης υποψίας ή αποτυχίας των μεθόδων αυτών, πρέπει να καταφύγει στη χρησιμοποίηση αντικειμενικών ηλεκτροφυσιολογικών μεθόδων.
    Eάν οι υποκειμενικές μέθοδοι ελέγχου της ακοής στις ηλικίες που αναφέρθηκαν ενταχθούν στην καθημερινή παιδιατρική πράξη, όπως έχει ενταχθεί ο έλεγχος της όρασης με τα οπτότυπα, είναι βέβαιο ότι ένας σημαντικός αριθμός βαρήκοων παιδιών θα διαγιγνώσκεται πολύ πιο γρήγορα και έγκαιρα και το κυριότερο από τον παιδίατρο.
    Kαι ο στόχος αυτός δικαιώνεται γιατί σήμερα υπάρχει ουσιαστική αντιμετώπιση της βαρηκοΐας, καθώς και δυνατότητα προγενετικής διάγνωσης και γενετικής συμβουλής σε ένα ικανό αριθμό από αυτές.
    http://www.iatrikionline.gr/deltio_49/epi1_2.htm



    Για τα βουητά και για τον ίλιγγο δείτε  ΕΔΩ 
     
     

     
     


     
     
     

    ΟΛΑ



    Επιστημονικός Συνεργάτης
     

    ΩΡΛ Παίδων

    Μεγάλο μέρος της ειδίκευσης του ο γιατρός το αφιέρωσε στα παιδιά και την

    Παιδο-Ωτορινολαρυγγολογία

      
    right_gradiant2